αβαρία, η, ουσ. [<ιταλ. avaria <αραβ. awariya]. 1α. βλάβη στη μηχανή του πλοίου με αποτέλεσμα την ακινητοποίησή του λόγω μη δυνατότητας να κυβερνηθεί: «κατά το ταξίδι μας στη Χίο, το πλοίο έμεινε για ένα διάστημα ακυβέρνητο λόγω αβαρίας της μηχανής». β. ζημιά που παθαίνει εμπόρευμα κατά τη διάρκεια της μεταφοράς του με πλοίο: «μπορώ να δικαιολογήσω την αβαρία που υπέστη το εμπόρευμα, γιατί πέσαμε σε πολύ μεγάλη τρικυμία». γ. απόρριψη μέρους του φορτίου πλοίου σε περίπτωση μεγάλης θαλασσοταραχής ή άλλου κινδύνου, και κατ’ επέκταση η ζημιά, η χασούρα. 2α. (γενικά) η οποιαδήποτε ζημιά ή απώλεια: «δε δέχομαι καμιά αβαρία στο μισθό μου». (Τραγούδι: γιατί το sex είναι μια άλλη ιστορία, δε θέλει φασαρία μπλα μπλα και θεωρία, θέλει ίντριγκα, ρυθμό και αβαρία, να φτάσει η συνουσία για να δέσει το γλυκό).β. η οποιαδήποτε βλάβη σε μηχάνημα, ιδίως σε αυτοκίνητο: «πρέπει να το δώσω αυτό τ’ αυτοκίνητο, γιατί, κάθε φορά που πηγαίνω κάπου, μου τυχαίνει και μια αβαρία». γ. η οποιαδήποτε υποχώρηση, μετριασμός ή περιορισμός των απαιτήσεων, των αξιώσεων που έχει κάποιος έναντι κάποιου άλλου: «θα μου δώσεις αύριο τα λεφτά με την έκπτωση που σου έκανα και δε δέχομαι άλλη αβαρία»·
- έχω αβαρία, α. έχω πάθει μηχανική βλάβη, ιδίως στο αυτοκίνητό μου: «περίμενα να ’ρθει η Express Service, γιατί είχα αβαρία στ’ αυτοκίνητό μου». β. έχω πάθει ζημιά: «πλημμύρισε το υπόγειο του μαγαζιού μου κι έχω αβαρία πέντε τσουβάλια αλεύρι»·
- κάνω αβαρία, προξενώ σε κάποιο μηχάνημα βλάβη, ιδίως σε αυτοκίνητο: «ποιος έκανε αβαρία στ’ αυτοκίνητό μου;»· βλ. και φρ. κάνω την αβαρία·
- κάνω την αβαρία, μετριάζω, περιορίζω τις απαιτήσεις μου, τις αξιώσεις μου, συμβιβάζομαι κάνοντας και κάποια υποχώρηση: «αν μου καταβάλεις όλο το ποσό που μου χρωστάς, θα κάνω την αβαρία να μη σου χρεώσω τους τόκους». βλ. και φρ. κάνω αβαρία·
- παθαίνω αβαρία, α. παθαίνω μηχανική βλάβη, ιδίως στο αυτοκίνητό μου: «έξω απ’ την Κατερίνη έπαθα αβαρία και με ρυμούλκησε ένα φορτηγό». β. παθαίνω ζημιά στη δουλειά ή στην επιχείρησή μου: «από την αλλαγή της δραχμής σε ευρώ, έπαθα μεγάλη αβαρία, εξαιτίας του εμπορεύματος που είχα παραγγείλει απ’ τη Γερμανία».