δεν, αρνητ. μόρ., [<αρχ. οὐδέν, ουδ. της αντων. οὐδείς]. 1. δηλώνει άρνηση μπροστά από ρήμα: «δεν μπορώ || δεν πάω || δεν τρέχω». 2. συχνά μόριο προτρεπτικό: «δεν κοιτάς κι εσύ λίγο, πριν φύγεις; || δεν κάθεσαι λιγάκι για να τα πούμε με άνεση;». Σε αυτές τις περιπτώσεις πριν από το δεν, ενν. το για ή το γιατί· βλ. και λ. δε. (Ακολουθούν 1802 φρ.)·
- δεν αγαπάει ούτε τ’ άντερά του, βλ. λ. άντερο·
- δεν αγαπάει παρά τον κώλο του, βλ. λ. κώλος·
- δεν άγγιξα ούτε τρίχα, βλ. λ. τρίχα·
- δεν αδειάζω, βλ. λ. αδειάζω·
- δεν αδειάζω να ξύσω τ’ αρχίδια μου, βλ. λ. αρχίδι·
- δεν αδειάζω να ξύσω τ’ αφτί μου, βλ. λ. αφτί·
- δεν αδειάζω να ξύσω τη μύτη μου, βλ. λ. μύτη·
- δεν αδειάζω να ξύσω τον κώλο μου, βλ. λ. κώλος·
- δεν ακούγεται, βλ. λ. ακούγομαι·
- δεν ακούγεται αναπνοή, βλ. λ. αναπνοή·
- δεν ακούγεται ανάσα, βλ. λ. ανάσα·
- δεν ακούγεται άχνα, βλ. λ. άχνα·
- δεν ακούγεται κιχ, βλ. λ. κιχ·
- δεν ακούγεται μιλιά, βλ. λ. μιλιά·
- δεν ακούγεται τσικ, βλ. λ. τσικ· 
- δεν ακούγεται τσιμουδιά, βλ. λ. τσιμουδιά·
- δεν ακούγομαι καλά, βλ. λ. καλός·
- δεν ακούει κουβέντα, βλ. λ. κουβέντα·
- δεν ακούει τα λόγια κανενός, βλ. λ. λόγος·
- δεν ακούει Χριστό, βλ. λ. Χριστός·
- δεν ακούς αναπνοή, βλ. λ. αναπνοή·
- δεν ακούς ανάσα, βλ. λ. ανάσα·
- δεν ακούς άχνα, βλ. λ. άχνα·
- δεν ακούς κιχ, βλ. λ. κιχ·
- δεν ακούς μιλιά, βλ. λ. μιλιά·
- δεν ακούς τσικ, βλ. λ. τσικ·
- δεν ακούς τσιμουδιά, βλ. λ. τσιμουδιά·
- δεν αλλάζει κεφάλι, βλ. λ. κεφάλι·
- δεν αλλάζει μυαλά ή δεν αλλάζει μυαλό, βλ. λ. μυαλό·
- δεν αλλάζουμε άλογο στη μέση του ποταμού, βλ. λ. άλογο·
- δεν αλλάζω ούτε γιώτα, βλ. λ. γιώτα·
- δεν αλλάξαμε κουβέντα, βλ. λ. κουβέντα·
- δεν ανακαλύψαμε τώρα τη Γη του Πυρός, βλ. λ. γη·
- δεν ανακαλύψαμε τώρα την Αμερική, βλ. λ. Αμερική·
- δεν ανακαλύψαμε τώρα την πυρίτιδα, βλ. λ. πυρίτιδα·
- δεν ανακαλύψαμε τώρα τον τροχό, βλ. λ. τροχός·
- δεν αναπνέει την κιμωλία μέσα στην τάξη, βλ. λ. κιμωλία·
- δεν ανοίγει βιβλίο, βλ. λ. βιβλίο·
- δεν ανοίγω το στόμα μου, βλ. λ. στόμα·
- δεν άνοιξε μύτη, βλ. λ. μύτη·
- δεν άνοιξε ρουθούνι, βλ. λ. ρουθούνι·
- δεν αντέχει η καρδιά μου, βλ. λ. καρδιά·
- δεν αντέχει η καρδιά μου να…, βλ. λ. καρδιά·
- δεν αντέχει η πλάτη μου ή δεν αντέχουν οι πλάτες μου, βλ. λ. πλάτη·
- δεν αντέχει η τσέπη μου, βλ. λ. τσέπη·
- δεν αντέχει η ψυχή μου , βλ. λ. ψυχή·
- δεν αντέχει η ψυχή μου να…, βλ. λ. ψυχή·
- δεν αντέχει το πορτοφόλι μου, βλ. λ. πορτοφόλι·
- δεν αντέχεται, βλ. λ. αντέχομαι·
- δεν αντέχουν οι ώμοι μου, βλ. λ. ώμος·
- δεν αντέχω άλλο, βλ. λ. αντέχω·
- δεν αντέχω στον πειρασμό, βλ. λ. πειρασμός·
- δεν αξίζει δεκάρα (τσακιστή), βλ. λ. δεκάρα·
- δεν αξίζει δίφραγκο, βλ. λ. δίφραγκο·
- δεν αξίζει δραχμή (τσακιστή), βλ. λ. δραχμή·
- δεν αξίζει δυάρα (τσακιστή), βλ. λ. δυάρα·
- δεν αξίζει έναν παρά, βλ. λ. παράς·
- δεν αξίζει μία, βλ. λ. μία·
- δεν αξίζει πεντάρα (τσακιστή), βλ. λ. πεντάρα·
- δεν αξίζει τον κόπο, βλ. λ. κόπος·
- δεν αξίζει φράγκο (τσακιστό), βλ. λ. φράγκο·
- δεν απομένει παρά να…, βλ. λ. απομένω·
- δεν αργεί να…, βλ. λ. αργώ·
- δεν αρπάζει εύκολα φωτιά, βλ. λ. φωτιά·
- δεν αστειεύεται, βλ. λ. αστειεύομαι·
- δεν αστειεύομαι, βλ. λ. αστειεύομαι·
- δεν αφήνει άνθρωπο ν’ αγιάσει, βλ. λ. άνθρωπος·
- δεν αφήνει δεκάρα (τσακιστή), βλ. λ. δεκάρα·
- δεν αφήνει δίφραγκο, βλ. λ. δίφραγκο·
- δεν αφήνει δραχμή για δραχμή, βλ. λ. δραχμή·
- δεν αφήνει δραχμή να πέσει κάτω, βλ. λ. δραχμή·
- δεν αφήνει δραχμή (τσακιστή), βλ. λ. δραχμή·
- δεν αφήνει έναν παρά, βλ. λ. παράς·
- δεν αφήνει κουβέντα να πέσει κάτω, βλ. λ. κουβέντα·
- δεν αφήνει ούτε θηλυκιά γάτα, βλ. λ. γάτα·
- δεν αφήνει ούτε ψύλλο ακαλίγωτο, βλ. λ. ψύλλος·
- δεν αφήνει πεντάρα (τσακιστή), βλ. λ. πεντάρα·
- δεν αφήνει τίποτα, βλ. λ. τίποτα·
- δεν αφήνει τίποτα να πέσει κάτω, βλ. λ. τίποτα·
- δεν αφήνει τσεντέσιμο, βλ. λ. τσεντέσιμο·
- δεν αφήνει φράγκο (τσακιστό), βλ. λ. φράγκο·
- δεν αφήνεις τα κόλπα! βλ. λ. κόλπο·
- δεν αφήνεις τα λόγια! βλ. λ. λόγος·
- δεν αφήνεις τα παλαβά! βλ. λ. παλαβός·
- δεν αφήνεις τα σάπια! βλ. λ. σάπιος·
- δεν αφήνεις τα τρελά σου! βλ. λ. τρελός·
- δεν αφήνεις τη θεωρία! βλ. λ. θεωρία·
- δεν αφήνεις το γάζωμα! βλ. λ. γάζωμα·
- δεν αφήνεις το παραμύθι! βλ. λ. παραμύθι·
- δεν αφήνεις το ψιλό γαζί! βλ. λ. γαζί·
- δεν αφήνεις τον καλαματιανό! βλ. λ. καλαματιανός·
- δεν αφήνεις τον καρσιλαμά! βλ. λ. καρσιλαμάς·
- δεν αφήνεις τον πρόλογο! βλ. λ. πρόλογος·
- δεν αφήνεις τον τσάμικο! βλ. λ. τσάμικος·
- δεν άφησαν παρά τους τέσσερις τοίχους, βλ. λ. τοίχος·
- δεν άφησε αγύριστο λιθάρι, βλ. λ. λιθάρι·
- δεν άφησε άντερο, βλ. λ. άντερο·
- δεν άφησε κολυμπηθρόξυλο, βλ. λ. κολυμπηθρόξυλο·
- δεν άφησε κουκούτσι, βλ. λ. κουκούτσι·
- δεν άφησε λέπι, βλ. λ. λέπι·
- δεν άφησε πέτρα πάνω στην πέτρα, βλ. λ. πέτρα·
- δεν άφησε πόρτα αχτύπητη, βλ. λ. πόρτα·
- δεν άφησε ρουθούνι, βλ. λ. ρουθούνι·
- δεν άφησε σάλιο, βλ. λ. σάλιο·
- δεν άφησε σπυρί, βλ. λ. σπυρί·
- δεν άφησε σταγόνα, βλ. λ. σταγόνα·
- δεν άφησε τίποτα όρθιο, βλ. λ. όρθιος·
- δεν άφησε φλούδα, βλ. λ. φλούδα·
- δεν έβαλα μπουκιά στο στόμα μου, βλ. λ. μπουκιά·
- δεν έβαλα τίποτα στο στόμα μου, βλ. λ. στόμα·
- δεν έβαλα το χέρι στην τσέπη μου, βλ. λ. χέρι·
- δεν έβγαλα γρυ, βλ. λ. γρυ·
- δεν έβγαλε αχ ή δεν έκανε αχ ή δεν είπε αχ ή δεν πρόλαβε να βγάλει αχ ή δεν πρόλαβε να κάνει αχ ή δεν πρόλαβε να πει αχ, βλ. λ. αχ·
- δεν έβγαλε άχνα, βλ. λ. άχνα·
- δεν έβγαλε γρυ ή δεν έκανε γρυ ή δεν είπε γρυ ή δεν πρόλαβε να βγάλει γρυ ή δεν πρόλαβε να κάνει γρυ ή δεν πρόλαβε να πει γρυ, βλ. λ. γρυ·
- δεν έβγαλε κιχ ή δεν έκανε κιχ ή δεν είπε κιχ ή δεν πρόλαβε να βγάλει κιχ ή δεν πρόλαβε να κάνει κιχ ή δεν πρόλαβε να πει κιχ, βλ. λ. κιχ·
- δεν έβγαλε κουβέντα, βλ. λ. κουβέντα·
- δεν έβγαλε λέξη, βλ. λ. λέξη·
- δεν έβγαλε μιλιά, βλ. λ. μιλιά·
- δεν έβγαλε τσιμουδιά, βλ. λ. τσιμουδιά·
- δεν έγινε δα η συντέλεια του κόσμου ή δεν έγινε κι η συντέλεια του κόσμου, βλ. λ. συντέλεια·
- δεν έγινε τίποτα, βλ. λ. γίνομαι·
- δεν είδα απ’ το χέρι του ούτ’ ένα ποτήρι νερό, βλ. λ. χέρι·
- δεν είδα μια καλή μέρα, βλ. λ. μέρα·
- δεν είμαι άγιος, βλ. λ. άγιος·
- δεν είμαι άιντε κι άιντε! ή δεν είμαστε άιντε κι άιντε! βλ. λ. άιντε(!)·
- δεν είμαι άνθρωπος εγώ; ή δεν είμαι άνθρωπος κι εγώ; ή δεν είμαστε άνθρωποι (ανθρώποι) εμείς; ή δεν είμαστε άνθρωποι (ανθρώποι) κι εμείς; βλ. λ. άνθρωπος·
- δεν είμαι απ’ αυτά τα παιδάκια! ή δεν είμαστε απ’ αυτά τα παιδάκια! βλ. λ. παιδάκι·
- δεν είμαι απ’ αυτά τα παιδιά! ή δεν είμαστε απ’ αυτά τα παιδιά! βλ. λ. παιδί·
- δεν είμαι (και) κανένας (ακολουθεί όνομα), βλ. λ. κανείς·
- δεν είμαι (και κανένας) χτεσινός! ή δεν είμαστε (και τίποτα) χτεσινοί! βλ. λ. χτεσινός·
- δεν είμαι καλά, βλ. λ. καλός·
- δεν είμαι μέσα στο κεφάλι του, βλ. λ. κεφάλι·
- δεν είμαι όποιος κι όποιος! ή δεν είμαστε όποιοι κι όποιοι! βλ. λ. όποιος·
- δεν είμαι ό,τι κι ό,τι! ή δεν είμαστε ό,τι κι ό,τι! βλ. λ. ό,τι·
- δεν είμαι σε θέση να…, βλ. λ. θέση·
- δεν είμαι σε κατάσταση να…, βλ. λ. κατάσταση·
- δεν είμαι σε φόρμα, βλ. λ. φόρμα·
- δεν είμαι της φιλοπτώχου, βλ. λ. φιλόπτωχος·
- δεν είμαι τίποτα, βλ. λ. τίποτα·
- δεν είμαι φίλος, βλ. λ. φίλος·
- δεν είμαστε ίσα κι όμοια ή δεν είμαστε ίσοι κι όμοιοι, βλ. λ. ίσος·
- δεν είμαστε καλά! βλ. λ. καλός·
- δεν είμαστε παιδιά! βλ. λ. παιδί·
- δεν είμαστε σε ίση μοίρα, βλ. λ. μοίρα·
- δεν είμαστε στην ίδια μοίρα, βλ. λ. μοίρα·
- δεν είμαστε στο ίδιο μήκος κύματος, βλ. λ. μήκος·
- δεν είμαι της οικοδομής, βλ. λ. οικοδομή·
- δεν είμαστε τίποτα, βλ. λ. τίποτα·
- δεν είν’ εδώ του μπαμπά σου τ’ αμπέλι (το χωράφι, το μαγαζί), βλ. λ. μπαμπάς1·
- δεν είν’ εδώ του παππού σου τ’ αμπέλι (το χωράφι, το μαγαζί), βλ. λ. παππούς·
- δεν είν’ εντάξει, βλ. λ. εντάξει·
- δεν είν’ έτσι; βλ. λ. έτσι·
- δεν είν’ ώρα για τέτοια, βλ. λ. ώρα·
- δεν είναι αμαρτία; βλ. λ. αμαρτία·
- δεν είναι ανάγκη να…, βλ. λ. ανάγκη·
- δεν είναι αργία, είναι απεργία, βλ. λ. απεργία·
- δεν είναι αστείο πράγμα, βλ. λ. πρά(γ)μα·
- δεν είναι βόας, δεν είναι κροταλίας, είναι το μικρό φιδάκι ο Διαμαντής, βλ. λ.βόας·
- δεν είναι για γέλια, βλ. λ. γέλιο·
- δεν είναι για καλό, βλ. λ. καλός·
- δεν είναι για κόσμο, βλ. λ. κόσμος·
- δεν είναι για μεγάλα πράγματα, βλ. λ. πρά(γ)μα·
- δεν είναι για τα δόντια σου, βλ. λ. δόντι·
- δεν είναι για τα μούτρα μου (σου, του κ.λπ. κάποιος ή κάτι), βλ. λ. μούτρο·
- δεν είναι για την τσέπη μου, βλ. λ. τσέπη·
- δεν είναι για το βαλάντιό μου, βλ. λ. βαλάντιο·
- δεν είναι για το πορτοφόλι μου, βλ. λ. πορτοφόλι·
- δεν είναι για χόρταση, βλ. λ. χόρταση·
- δεν είναι δήθεν και καλά, βλ. λ. δήθεν·
- δεν είναι δική μου δουλειά ή δεν είναι δουλειά μου, βλ. λ. δουλειά·
- δεν είναι δική μου υπόθεση ή δεν είναι υπόθεσή μου, βλ. λ. υπόθεση·
- δεν είναι δικό μου ζήτημα ή δεν είναι ζήτημά μου, βλ. λ. ζήτημα·
- δεν είναι δικό μου θέμα ή δεν είναι θέμα μου, βλ. λ. θέμα·
- δεν είναι δικό μου πρόβλημα ή δεν είναι πρόβλημά μου, βλ. λ. πρόβλημα·
- δεν είναι δικός μου λογαριασμός ή δεν είναι λογαριασμός μου, βλ. λ. λογαριασμός·   
- δεν είναι δουλειά αυτή, βλ. λ. δουλειά·
- δεν είναι δουλειά σου αυτό, βλ. λ. δουλειά·
- δεν είναι δουλειά σου να..., βλ. λ. δουλειά·
- δεν είναι δυνατό(ν)! βλ. λ. δυνατό·
- δεν είναι εντάξει η δουλειά, βλ. λ. δουλειά·
- δεν είναι έτσι, βλ. λ. έτσι·
- δεν είναι έτσι; βλ. λ. έτσι·
- δεν είναι έτσι η δουλειά, βλ. λ. δουλειά·
- δεν είναι έτσι τα πράγματα, βλ. λ. πρά(γ)μα·
- δεν είναι ζήτημα, βλ. λ. ζήτημα·
- δεν είναι ζωή αυτή ή δεν είναι αυτή ζωή, βλ. λ. ζωή·
- δεν είναι η δουλειά σου αυτή, βλ. λ. δουλειά·
- δεν είναι η ώρα του, βλ. λ. ώρα·
- δεν είναι θέμα, βλ. λ. θέμα·
- δεν είναι καθαρός άνθρωπος, βλ. λ. άνθρωπος·
- δεν είναι κάθε μέρα Λαμπρή, βλ. λ. Λαμπρή·
- δεν είναι κάθε μέρα Πασχαλιά, βλ. λ. μέρα·
- δεν είναι κάθε μέρα τ’ Αγιαννιού, βλ. λ. μέρα·
- δεν είναι (και) για θάνατο, βλ. λ. θάνατος·
- δεν είναι και καμιά γριά! βλ. λ. γριά·
- δεν είναι και καμιά νέα! βλ. λ. νέος·
- δεν είναι και κανένας γέρος! βλ. λ. γέρος·
- δεν είναι και κανένας νέος! βλ. λ. νέος·
- δεν είναι καιρός για… ή δεν είναι καιρός να…, βλ. λ. καιρός·
- δεν είναι καιρός για κουβέντες, βλ. λ. κουβέντα·
- δεν είναι καιρός για παιχνίδια, βλ. λ. παιχνίδι·
- δεν είναι κακό, βλ. λ. κακός· 
- δεν είναι καλά στα γνωστικά του, βλ. λ. γνωστικός·
- δεν είναι καλά στα λογικά του, βλ. λ. λογικός·
- δεν είναι καλά στα μυαλά του, βλ. λ. μυαλό·
- δεν είναι καλά τα πράγματα, βλ. λ. πρά(γ)μα·
- δεν είναι κανένας χτεσινός, βλ. λ. χτεσινός·
- δεν είναι κατάσταση αυτή! βλ. λ. κατάσταση·
- δεν είναι (κι) άσχημα, βλ. λ. άσχημα·
- δεν είναι (κι) άσχημο(ς), βλ. λ. άσχημος·
- δεν είναι κρίμα, βλ. λ. κρίμα·
- δεν είναι λίγο πράγμα να…, βλ. λ. πρά(γ)μα·
- δεν είναι μακριά, βλ. λ. μακριά·
- δεν είναι με τα σωστά του, βλ. λ. σωστός·
- δεν είναι μικρό πράγμα να…, βλ. λ. πρά(γ)μα·
- δεν είναι να…, βλ. λ. είναι·
- δεν είναι ο γάμος καρπούζι, βλ. λ. γάμος·
- δεν είναι ο τύπος μου, βλ. λ. τύπος·
- δεν είναι ο τύπος να… ή δεν είναι ο τύπος που…, βλ. λ. τύπος·
- δεν είναι ό,τι κι ό,τι, βλ. λ. ό,τι·
- δεν είναι όλες οι ώρες ίδιες, βλ. λ. ώρα·
- δεν είναι ούτε για ζήτω, βλ. λ. ζήτω·
- δεν είναι ούτε για να τον φτύνεις, βλ. λ. φτύνω·
- δεν είναι ούτε για τα μπάζα, βλ. λ. μπάζα2·
- δεν είναι ούτε για τα σκυλιά, βλ. λ. σκυλί·
- δεν είναι ούτε για τα φίδια, βλ. λ. φίδι·
- δεν είναι ούτε για χαρτζιλίκι, βλ. λ. χαρτζιλίκι·
- δεν είναι ούτε μια ούτε δυο, βλ. λ. δυο·
- δεν είναι ούτε ο πρώτος ούτε ο τελευταίος, βλ. λ. πρώτος·
- δεν είναι παίξε γέλασε, βλ. λ. είναι·
- δεν είναι παιχνίδι, βλ. λ. παιχνίδι·
- δεν είναι πράγμα αυτό! ή δεν είναι πράγματα αυτά! βλ. λ. πρά(γ)μα·
- δεν είναι πρέπον, βλ. λ. πρέπον·
- δεν είναι πρόβλημα, βλ. λ. πρόβλημα·
- δεν είναι πρόθεσή μου να… ή δεν είναι στην πρόθεσή μου να…, βλ. λ. πρόθεση·
- δεν είναι προς θανάτου, βλ. λ. θάνατος·
- δεν είναι σκατά, μόν’ η γριά τα χέζει, βλ. λ. σκατά·
- δεν είναι σόι πράμα, βλ. λ. σόι·
- δεν είναι σόι πράματα αυτά, βλ. λ. σόι·
- δεν είναι στα γνωστικά του, βλ. λ. γνωστικός·
- δεν είναι στα γράδα μου, βλ. λ. γράδο·
- δεν είναι στα καλά του, βλ. λ. καλός·
- δεν είναι στα κέφια του, βλ. λ. κέφι·
- δεν είναι στα λογικά του, βλ. λ. λογικός·
- δεν είναι στα μέτρα μου, βλ. λ. μέτρο·
- δεν είναι στα μυαλά του, βλ. λ. μυαλό·
- δεν είναι στα συγκαλά του, βλ. λ. συγκαλά·
- δεν είναι στα σωστά του, βλ. λ. σωστός·
- δεν είναι στη φύση μου, βλ. λ. φύση·
- δεν είναι στο νούμερό μου, βλ. λ. νούμερο·
- δεν είναι στο χέρι μου, βλ. λ. χέρι·
- δεν είναι στον καιρό τους, (για καρπούς ή φρούτα) βλ. λ. καιρός·
- δεν είναι στον τύπο μου να… ή δεν είναι του τύπου μου να…, βλ. λ. τύπος·
- δεν είναι της γούνας μου γιακάς ή δεν είναι της γούνας μου μανίκι, βλ. λ. γούνα·
- δεν είναι της δουλειάς, βλ. λ. δουλειά·
- δεν είναι της κάπας μου μανίκι, βλ. λ. κάπα·
- δεν είναι της κλάσης μου, βλ. λ. κλάση·
- δεν είναι της προκοπής, βλ. λ. προκοπή·
- δεν είναι της σειράς μου, βλ. λ. σειρά·
- δεν είναι της τάξης μου, βλ. λ. τάξη·
- δεν είναι της ώρας (κάτι), βλ. λ. ώρα·
- δεν είναι τίποτα, βλ. λ. τίποτα·
- δεν είναι του αναστήματός μου, βλ. λ. ανάστημα·
- δεν είναι του γούστου μου, βλ. λ. γούστο·
- δεν είναι του επιπέδου μου, βλ. λ. επίπεδο·
- δεν είναι του παρόντος, βλ. λ. παρόν·
- δεν είναι του χεριού μου, βλ. λ. χέρι·
- δεν είναι τούτη δουλειά, βλ. λ. δουλειά·
- δεν είναι τρόπος αυτός! βλ. λ. τρόπος·
- δεν είναι ώρα γι’ αστεία, βλ. λ. ώρα·
- δεν είναι ώρα για…, βλ. λ. ώρα·
- δεν είναι ώρα για κουβέντες, βλ. λ. κουβέντα·
- δεν είναι ώρα για παιχνίδια, βλ. λ. παιχνίδι·
- δεν είπα ακόμη την τελευταία κουβέντα, βλ. λ. κουβέντα·
- δεν είπα ακόμη την τελευταία λέξη, βλ. λ. λέξη·
- δεν είπα ακόμη τον τελευταίο λόγο, βλ. λ. λόγος·
- δεν είπα γρυ, βλ. λ. γρυ·
- δεν είπε κουβέντα, βλ. λ. κουβέντα·
- δεν είπε λέξη, βλ. λ. λέξη·
- δεν είπε όλα τα γράμματα (ενν. ο παπάς, ο ψάλτης), βλ. λ. γράμμα·
- δεν είπες να…, βλ. λ. είπα·
- δεν είσαι καλά! ή δεν είμαστε καλά! βλ. λ. καλός·
- δεν είσαι μακριά, βλ. λ. μακριά·
- δεν είσαι με τα καλά σου! βλ. λ. καλός·
- δεν είσαι ούτε κολόνια για τ’ αρχίδια μου, βλ. λ. αρχίδι·
- δεν είσαι ούτε μια μου ψωλότριχα, βλ. λ. ψωλότριχα·
- δεν είσαι ούτε μια τρίχα απ’ τ’ αρχίδια μου, βλ. λ. αρχίδι·
- δεν είχε δουλειά να κάνει και βρήκε μαλλί να ξάνει, βλ. λ. δουλειά·
- δεν έκανε αχ, βλ. λ. αχ·
- δεν έκανε γρυ, βλ. λ. γρυ·
- δεν έκανε κιχ, βλ. λ. κιχ·
- δεν έκανε τσικ, βλ. λ. τσικ·
- δεν έκλασε, μόνο έκανε πριτ, βλ. λ. πριτ·
- δεν έκλεισε καθόλου το στόμα του ή δεν έκλεισε στιγμή το στόμα του, βλ. λ. στόμα·
- δεν έκοβα καλύτερα τα πόδια μου! ή δεν έκοβα καλύτερα το πόδι μου! βλ. λ. πόδι·
- δεν έκοβα καλύτερα τα χέρια μου! ή δεν έκοβα καλύτερα το χέρι μου! βλ. λ. χέρι·
- δεν έμεινε άντερο, βλ. λ. άντερο·
- δεν έμεινε κουκούτσι, βλ. λ. κουκούτσι·
- δεν έμεινε λέπι, βλ. λ. λέπι·
- δεν έμεινε λίθος επί λίθου, βλ. λ. λίθος·
- δεν έμεινε πέτρα πάνω στην πέτρα, βλ. λ. πέτρα·
- δεν έμεινε ρουθούνι, βλ. λ. ρουθούνι·
- δεν έμεινε σπυρί, βλ. λ. σπυρί·
- δεν έμεινε σταγόνα, βλ. λ. σταγόνα·
- δεν έμεινε τίποτα όρθιο, βλ. λ. όρθιος·
- δεν έμεινε φλούδα, βλ. λ. φλούδα·
- δεν εννοεί να…, βλ. λ. εννοώ·
- δεν έπηξαν ακόμα τα μυαλά του ή δεν έπηξε ακόμα το μυαλό του, βλ. λ.μυαλό·
- δεν έπιασε, βλ. λ. πιάνω·
- δεν έπιασε η μπλόφα, βλ. λ. μπλόφα·
- δεν έπιασε ο λόγος του, βλ. λ. λόγος·
- δεν έπιασε το κόλπο, βλ. λ. κόλπο·
- δεν έπιασε το χρώμα, βλ. λ. χρώμα·
- δεν έπιασε τόπο, βλ. λ. τόπος·
- δεν επιτρέπω τον εαυτό μου ή δεν το επιτρέπω στον εαυτό μου (να πει ή να κάνει κάτι), βλ. λ. εαυτός·
- δεν έπρεπε ο Θεός να μου τα κονομήσει έτσι, βλ. λ. Θεός·
- δεν έρχεται ούτε με βίντσι, βλ. λ. βίντσι·
- δεν έρχεται ούτε με γερανό, βλ. λ. γερανός·
- δεν έρχονται καλά τα πράγματα, βλ. λ. πράγμα·
- δεν έσκασε χείλι, βλ. λ. χείλι·
- δεν έσμιξαν τ’ άστρα τους, βλ. λ. άστρο·
- δεν έτρωγα τη γλώσσα μου! βλ. λ. γλώσσα·
- δεν έφαγα γλυκό ψωμί, βλ. λ. ψωμί·
- δεν έφτασε δα η συντέλεια του κόσμου ή δεν έφτασε κι η συντέλεια του κόσμου, βλ. λ. συντέλεια·
- δεν έφτασε δα το τέλος του κόσμου ή δεν έφτασε και το τέλος του κόσμου, βλ. λ. τέλος·
- δεν έχει, βλ. λ. έχει·
- δεν έχει αίμα μέσα του, βλ. λ. αίμα·
- δεν έχει αίμα πάνω του, βλ. λ. αίμα·
- δεν έχει αίμα στις φλέβες του, βλ. λ. αίμα·
- δεν έχει αλλά, βλ. λ. αλλά·
- δεν έχει άλλο, βλ. λ. άλλος·
- δεν έχει αμάν ή δεν έχει αμάν ζαμάν, βλ. λ. αμάν·
- δεν έχει ανάγκη, βλ. λ. ανάγκη·
- δεν έχει αντάλλαγμα, βλ. λ. αντάλλαγμα·
- δεν έχει άντερα, βλ. λ. άντερο·
- δεν έχει αντίκρισμα, βλ. λ. αντίκρισμα·
- δεν έχει άντρα, (για γυναίκες) βλ. λ. άντρας·
- δεν έχει από πού να πιαστεί, βλ. λ. πιάνομαι·
- δεν έχει αρχή και τέλος, βλ. λ. αρχή·
- δεν έχει αρχίδια, βλ. λ. αρχίδι·
- δεν έχει βάση, βάση·
- δεν έχει βρακί στον κώλο του, βλ. λ. βρακί·
- δεν έχει γιατί, βλ. λ. έχω·
- δεν έχει γιατρειά, βλ. λ. γιατρειά·
- δεν έχει γούστο, βλ. λ. γούστο·
- δεν έχει γυναίκα, (για άντρες) βλ. λ. γυναίκα·
- δεν έχει δράμι…, βλ. λ. δράμι·
- δεν έχει δράμι μυαλό, βλ. λ. μυαλό·
- δεν έχει έλεος, βλ. λ. έλεος·
- δεν έχει εμπιστοσύνη ούτε στον κώλο του, βλ. λ. κώλος·
- δεν έχει ένα ρούχο να ρίξει απάνω του, βλ. λ. ρούχο·
- δεν έχει επαφή με την πραγματικότητα, βλ. λ. επαφή·
- δεν έχει ζωή, βλ. λ. ζωή·
- δεν έχει ηλικία, βλ. λ. ηλικία·
- δεν έχει ησυχασμό! βλ. λ. ησυχασμός·
- δεν έχει Θεό, βλ. λ. Θεός·
- δεν έχει ιδέα για το νερό που κύλησε στ’ αυλάκι, βλ. λ. ιδέα·
- δεν έχει ιδέα για το φόνο, βλ. λ. ιδέα·
- δεν έχει ιδέα πού πάν’ τα τέσσερα, βλ. λ. ιδέα·
- δεν έχει ίχνος…, βλ. λ. ίχνος·
- δεν έχει καθόλου μυαλό, βλ. λ. μυαλό·
- δεν έχει καιρό, βλ. λ. καιρός·
- δεν έχει καμιά δουλειά, βλ. λ. δουλειά·
- δεν έχει καμιά (καθόλου) σημασία (κάποιος ή κάτι), βλ. λ. σημασία·
- δεν έχει καμιά (καθόλου) σχέση (κάποιος ή κάτι), βλ. λ. σχέση·
- δεν έχει καρδιά, βλ. λ καρδιά·
- δεν έχει κότσια ή δεν έχει τα κότσια, βλ. λ. κότσι·
- δεν έχει κουκούτσι μυαλό, βλ. λ. μυαλό·
- δεν έχει λυπημό, βλ. λ. λυπημός·
- δεν έχει μα και ξεμά, βλ. λ. μα·
- δεν έχει μάτια γι’ άλλον (γι’ άλλη), βλ. λ. μάτι·
- δεν έχει μέλλον, βλ. λ. μέλλον·
- δεν έχει μήτε γατιά μήτε σκυλιά, βλ. λ. γατί·
- δεν έχει μπέσα, βλ. λ. μπέσα·
- δεν έχει μπιτ μυαλό, βλ. λ. μυαλό·
- δεν έχει μυαλό, βλ. λ. μυαλό·
- δεν έχει μυαλό για…, βλ. λ. μυαλό·
- δεν έχει μυαλό ούτε για δείγμα, βλ. λ. μυαλό·
- δεν έχει μυαλό στο κεφάλι του, βλ. λ. μυαλό·
- δεν έχει να βάλει βρακί στον κώλο του ή δεν έχει να φορέσει βρακί στον κώλο του, βλ. λ. βρακί·
- δεν έχει να βάλει δεύτερο βρακί ή δεν έχει να φορέσει δεύτερο βρακί, βλ. λ. βρακί·
- δεν έχει να βάλει δεύτερο παντελόνι ή δεν έχει να φορέσει δεύτερο παντελόνι, βλ. λ. παντελόνι·
- δεν έχει να βάλει ψωμί στο στόμα του, βλ. λ. ψωμί·
- δεν έχει να κάνει, βλ. λ. έχω·
- δεν έχει να κάνει με…, βλ. λ. έχω·
- δεν έχει να κάνει τίποτα, βλ. λ. τίποτα·
- δεν έχει να ξύσει το δόντι του, βλ. λ. δόντι·
- δεν έχει νε γατιά νε σκυλιά, βλ. λ. γατί·
- δεν έχει νιονιό στο κεφάλι του, βλ. λ. νιονιό·
- δεν έχει νόημα, βλ. λ. νόημα·
- δεν έχει ντιπ μυαλό, βλ. λ. μυαλό·
- δεν έχει όρια! ή δεν έχει όριο! (κάτι), βλ. λ. όριο·
- δεν έχει ούτ’ αρχή ούτε τέλος, βλ. λ. αρχή·
- δεν έχει ούτε γατιά ούτε σκυλιά, βλ. λ. γατί·
- δεν έχει ούτε ιερό ούτε όσιο, βλ. λ. ιερός·
- δεν έχει ούτε πίστη ούτε νόμο, βλ. λ. πίστη·
- δεν έχει παιχνίδια στα πόδια του, βλ. λ. παιχνίδι·
- δεν έχει παρηγοριά, βλ. λ. παρηγοριά·
- δεν έχει πέτσα ή δεν έχει πέτσα απάνω του, βλ. λ. πέτσα·
- δεν έχει πίστη, βλ. λ. πίστη·
- δεν έχει πού να βάλει το κεφάλι του, βλ. λ. κεφάλι·
- δεν έχει πού να γείρει το κεφάλι του, βλ. λ. κεφάλι·
- δεν έχει πού την κεφαλήν κλίναι (κλίνη), βλ. λ. κεφαλή·
- δεν έχει προηγούμενο! βλ. λ. προηγούμενο·
- δεν έχει πώς, βλ. λ. έχω·
- δεν έχει ρούχο να φορέσει, βλ. λ. ρούχο·
- δεν έχει σειρά, βλ. λ. σειρά·
- δεν έχει σήκωμα, βλ. λ. σήκωμα·
- δεν έχει σηκωμό, βλ. λ. σηκωμός·
- δεν έχει σκοπό να… ή δεν το ’χει σκοπό να…, βλ. λ. σκοπός·
- δεν έχει στάλα…, βλ. λ. στάλα·
- δεν έχει σταλιά…, βλ. λ. σταλιά·
- δεν έχει σταλιά μυαλό, βλ. λ. μυαλό·
- δεν έχει σταλιά νιονιό, βλ. λ. νιονιό·
- δεν έχει σταματημό, βλ. λ. σταματημός·
- δεν έχει στον ήλιο μοίρα, βλ. λ. ήλιος·
- δεν έχει συγκρατημό, βλ. λ. συγκρατημός·
- δεν έχει συμμαζεμό, βλ. λ. συμμαζεμός·
- δεν έχει συνείδηση, βλ. λ. συνείδηση·
- δεν έχει σώας τας φρένας του, βλ. λ. φρένες·
- δεν έχει σωμό, βλ. λ. σωμός·
- δεν έχει σωτηρία, βλ. λ. σωτηρία·
- δεν έχει τα μυαλά στο κεφάλι του ή δεν έχει το μυαλό στο κεφάλι του, βλ. λ. κεφάλι·
- δεν έχει ταίρι ή δεν έχει το ταίρι του, βλ. λ. ταίρι·
- δεν έχει τελειωμό, βλ. λ. τελειωμός·
- δεν έχει τέλος, βλ. λ. τέλος·
- δεν έχει τέτοια, βλ. λ. τέτοιος·
- δεν έχει τέτοια εδώ! βλ. λ. τέτοιος·
- δεν έχει την αίσθηση της πραγματικότητας, βλ. λ. πραγματικότητα·
- δεν έχει την αίσθηση του μέτρου, βλ. λ. μέτρο·
- δεν έχει την αίσθηση του χιούμορ, βλ. λ. χιούμορ·
- δεν έχει τι, βλ. λ. έχω·
- δεν έχει τιμή, βλ. λ. τιμή·
- δεν έχει τίποτα στ’ όνομά του, βλ. λ. όνομα·
- δεν έχει το Θεό του, βλ. λ. Θεός·
- δεν έχει (το) πλεμόνι ή δεν έχει (τα) πλεμόνια, βλ. λ. πλεμόνι·
- δεν έχει (το) φλεμόνι ή δεν έχει τα φλεμόνια, βλ. λ. φλεμόνι·
- δεν έχει τον όμοιό του, βλ. λ. όμοιος·
- δεν έχει τσαγανό μέσα του, βλ. λ. τσαγανός·
- δεν έχει τσιγάρο να καπνίσει, βλ. λ. τσιγάρο·
- δεν έχει τσίπα ή δεν έχει τσίπα απάνω του, βλ. λ. τσίπα·
- δεν έχει υποχρεώσεις, βλ. λ. υποχρέωση·
- δεν έχει φόβο, βλ. λ. φόβος·
- δεν έχει χαΐρι, βλ. λ. χαΐρι·
- δεν έχει χιούμορ, βλ. λ. χιούμορ·
- δεν έχει χολή μέσα του, βλ. λ. χολή·
- δεν έχει ψυχή μέσα του, βλ. λ. ψυχή·
- δεν έχει ψωμί να φάει, βλ. λ. ψωμί·
- δεν έχεις θέση εδώ, βλ. λ. θέση·
- δεν έχεις (καμιά) δουλειά εδώ, βλ. λ. δουλειά·
- δεν έχεις καμιά δουλειά να …, βλ. λ. δουλειά·
- δεν έχεις να κάνεις με κανένα παιδάκι! βλ. λ. παιδάκι·
- δεν έχεις τσαγανό μέσα σου; βλ. λ. τσαγανός·
- δεν έχεις χολή μέσα σου; βλ. λ. χολή·
- δεν έχεις ψυχή μέσα σου; βλ. λ. ψυχή·
- δεν έχουμε ούτε καλημέρα, βλ. λ. καλημέρα·
- δεν έχουμε πολλά λόγια, βλ. λ. λόγος·
- δεν έχουμε πολλά πολλά, βλ. λ. πολύς·
- δεν έχουμε πολλές κουβέντες, βλ. λ. κουβέντα·
- δεν έχουμε τίποτα να μοιράσουμε ή δεν έχουμε να μοιράσουμε τίποτα, βλ. λ. μοιράζομαι·
- δεν έχουμε τίποτα να χωρίσουμε ή δεν έχουμε να χωρίσουμε τίποτα, βλ. λ. χωρίζω·
- δεν έχουμε το ίδιο μήκος κύματος, βλ. λ. μήκος·
- δεν έχουν μετρημό, βλ. λ. μετρημός·
- δεν έχω ανάγκες, βλ. λ. ανάγκη·
- δεν έχω ανάγκη, βλ. λ. ανάγκη·
- δεν έχω ανάγκη από…, βλ. λ. ανάγκη·
- δεν έχω απάνω μου δεκάρα (τσακιστή), βλ. λ. δεκάρα·
- δεν έχω απάνω μου δραχμή (τσακιστή), βλ. λ. δραχμή·
- δεν έχω απάνω μου φράγκο (τσακιστό), βλ. λ. φράγκο·
- δεν έχω γιατρειά, βλ. λ. γιατρειά·
- δεν έχω γνώμη (για κάτι), βλ. λ. γνώμη·
- δεν έχω δει ανθρώπου πρόσωπο, βλ. λ. άνθρωπος·
- δεν έχω δεκάρα (τσακιστή), βλ. λ. δεκάρα·
- δεν έχω διάθεση, βλ. λ. διάθεση·
- δεν έχω διάθεση να…, βλ. λ. διάθεση·
- δεν έχω δίφραγκο, βλ. λ. δίφραγκο·
- δεν έχω δουλειά, βλ. λ. δουλειά·
- δεν έχω δραχμή (τσακιστή), βλ. λ. δραχμή·
- δεν έχω είδηση, βλ. λ. είδηση·
- δεν έχω έναν παρά, βλ. λ. παράς·
- δεν έχω θέση, βλ. λ. θέση·
- δεν έχω θέση (κάπου), βλ. λ. θέση·
- δεν έχω ιδέα, βλ. λ. ιδέα·
- δεν έχω καιρό (για κάτι), βλ. λ. καιρός·
- δεν έχω καιρό για κουβέντες, βλ. λ. καιρός·
- δεν έχω καιρό για παιχνίδια, βλ. λ. καιρός·
- δεν έχω καιρό για χάσιμο, βλ. λ. καιρός·
- δεν έχω καμιά δουλειά (εγώ), βλ. λ. δουλειά·
- δεν έχω κουράγιο να πάρω τα πόδια μου ή δεν έχω το κουράγιο να πάρω τα πόδια μου, βλ. λ. πόδι·
- δεν έχω κουράγιο να σύρω τα πόδια μου ή δεν έχω το κουράγιο να σύρω τα πόδια μου, βλ. λ. πόδι·
- δεν έχω λεφτά απάνω μου ή δεν έχω απάνω μου λεφτά, βλ. λ. λεφτά·
- δεν έχω λόγια για να… ή δεν έχω λόγια να…, βλ. λ. λόγος·
- δεν έχω λόγο, βλ. λ. λόγος·
- δεν έχω λόγο για να… ή δεν έχω λόγο να…, βλ. λ. λόγος·
- δεν έχω μάτια να τον δω, βλ. λ. μάτι·
- δεν έχω μία, βλ. λ. μία·
- δεν έχω μούτρα να..., βλ. λ. μούτρο·
- δεν έχω μούτρα να βγω στην κοινωνία, βλ. λ. μούτρο·
- δεν έχω να κάνω εγώ με…, βλ. λ. κάνω·
- δεν έχω να χάσω τίποτα ή δεν έχω τίποτα να χάσω, βλ. λ. χάνω·
- δεν έχω (ούτε) σέντσι, βλ. λ. σέντσι·
- δεν έχω πεντάρα (τσακιστή), βλ. λ. πεντάρα·
- δεν έχω πολλά πολλά μαζί του, βλ. λ. πολύς·
- δεν έχω πόρτα να χτυπήσω, βλ. λ. πόρτα·
- δεν έχω πού να κρατηθώ, βλ. λ. κρατιέμαι·
- δεν έχω πρόθεση να… ή δεν έχω την πρόθεση να…, βλ. λ. πρόθεση·
- δεν έχω πρόσωπο, βλ. λ. πρόσωπο·
- δεν έχω πρόσωπο να…, βλ. λ. πρόσωπο·
- δεν έχω πρόσωπο να βγω στον κόσμο, βλ. λ. πρόσωπο·
- δεν έχω πρόσωπο να δω τον κόσμο, βλ. λ. πρόσωπο·
- δεν έχω (τα) περιθώρια, βλ. λ. περιθώριο·
- δεν έχω (τα) πλεμόνια, βλ. λ. πλεμόνι·
- δεν έχω (τα) πνευμόνια, βλ. λ. πνευμόνι·
- δεν έχω τα φόντα, βλ. λ. φόντα·
- δεν έχω ταίρι ή δεν έχω το ταίρι μου, βλ. λ. ταίρι·
- δεν έχω τη διάθεση να…, βλ. λ. διάθεση·
- δεν έχω την ανάγκη σου, βλ. λ. ανάγκη·
- δεν έχω την ανάγκη του, βλ. λ. ανάγκη·
- δεν έχω τι να κάνω, βλ. λ. έχω·
- δεν έχω τίποτα, βλ. λ. τίποτα·
- δεν έχω τίποτα εναντίον (κάποιου), βλ. λ. τίποτα·
- δεν έχω τίποτα με τον άνθρωπο, βλ. λ. άνθρωπος·
- δεν έχω τις βάσεις, βλ. λ. βάση·
- δεν έχω τις δυνάμεις να…, βλ. λ. δύναμη·
- δεν έχω τσεντέσιμο, βλ. λ. τσεντέσιμο·
- δεν έχω ύπνο, βλ. λ. ύπνος·
- δεν έχω υπόψη μου, βλ. λ. υπόψη·
- δεν έχω φράγκο (τσακιστό), βλ. λ. φράγκο·
- δεν έχω φράγκο (τσακιστό) στην τσέπη μου, βλ. λ. φράγκο·
- δεν έχω χρόνο (για κάτι), βλ. λ. χρόνος·
- δεν έχω χρόνο για κουβέντες, βλ. λ. κουβέντα·
- δεν έχω χρόνο για παιχνίδια, βλ. λ. παιχνίδι·
- δεν έχω ψιλή, βλ. λ. ψιλός·
- δεν έχω ώρα (για κάτι), βλ. λ. ώρα·
- δεν έχω ώρα για κουβέντες, βλ. λ. κουβέντα·
- δεν έχω ώρα για παιχνίδια, βλ. λ. παιχνίδι·
- δεν ήξερε από πού να φύγει! βλ. λ. φεύγω·
- δεν ήρθε για καλό, βλ. λ. καλός·
- δεν ήρθε δα η συντέλεια του κόσμου ή δεν ήρθε κι η συντέλεια του κόσμου, βλ. λ. συντέλεια·
- δεν ήρθε δα το τέλος του κόσμου ή δεν ήρθε και το τέλος του κόσμου, βλ. λ. τέλος·
- δεν ήρθε η ώρα του, βλ. λ. ώρα·
- δεν ήταν ανάγκη! βλ. λ. ανάγκη·
- δεν ήταν ούτε κολόνια για τ’ αρχίδια μου, βλ. λ. αρχίδι·
- δεν ήταν ούτε μια μου ψωλότριχα, βλ. λ. ψωλότριχα·
- δεν ήταν ούτε μια τρίχα απ’ τ’ αρχίδια μου, βλ. λ. αρχίδι·
- δεν ήταν το τυχερό ή δεν ήταν τυχερό, βλ. λ. τυχερός·
- δεν ιδρώνει τ’ αφτί μου, βλ. λ. αφτί·
- δεν ισιώνουμε καρούμπαλα, βλ. λ. καρούμπαλο·
- δεν κάθεται ήσυχος στη θέση του, βλ. λ. θέση·
- δεν κάθεται στη θέση του, βλ. λ. θέση·
- δεν κάθεται στιγμή σε ησυχία, βλ. λ. ησυχία·
- δεν κάθεται στον κώλο του, βλ. λ. κώλος·
- δεν κάνει, βλ. λ. κάνω·
- δεν κάνει άλλο απ’ το να…, βλ. λ. κάνω·
- δεν κάνει για…, βλ. λ. κάνω·
- δεν κάνει για σπίτι, βλ. λ. σπίτι·
- δεν κάνει δεκάρα (τσακιστή), βλ. λ. δεκάρα·
- δεν κάνει δίφραγκο, βλ. λ. δίφραγκο·
- δεν κάνει δραχμή (τσακιστή), βλ. λ. δραχμή·
- δεν κάνει έναν παρά, βλ. λ. παράς·
- δεν κάνει καλό μεθύσι, βλ. λ. μεθύσι·
- δεν κάνει μία, βλ. λ. μία·
- δεν κάνει ούτε για ζήτω, βλ. λ. ζήτω·
- δεν κάνει πάσο, βλ. λ. πάσο·
- δεν κάνει πεντάρα (τσακιστή), βλ. λ. πεντάρα·
- δεν κάνει τίποτ’ άλλο απ’ το να…, βλ. λ. τίποτα·
- δεν κάνει τίποτα, βλ. λ. τίποτα·
- δεν κάνει τσεντέσιμο, βλ. λ. τσεντέσιμο·
- δεν κάνει φράγκο (τσακιστό), βλ. λ. φράγκο·
- δεν κάνει χωρίς…, βλ. λ. κάνω·
- δεν κάνεις καμιά δουλειά! ή δεν πα(ς) να κάνεις καμιά δουλειά! βλ. λ. δουλειά·
- δεν κάνεις μπάνιο ν’ ασπρίσεις! βλ. λ. μπάνιο·
- δεν κάνουμε τσανάκια, βλ. λ. τσανάκι·
- δεν κάνουμε χωριό, βλ. λ. χωριό·
- δεν κάνω, βλ. λ. κάνω·
- δεν κάνω αστεία, βλ. λ. αστείο·
- δεν κάνω βήμα, βλ. λ. βήμα·
- δεν κάνω βήμα πίσω, βλ. λ. βήμα·
- δεν κάνω παιχνίδια, βλ. λ. παιχνίδι·
- δεν κάνω πίσω, βλ. λ. πίσω·
- δεν κάνω πλάκα, βλ. λ. πλάκα·
- δεν κάνω ρούπι, βλ. λ. ρούπι·
- δεν κάνω συμβόλαιο (για κάτι), βλ. λ. συμβόλαιο·
- δεν κάνω τίποτα, βλ. λ. τίποτα·
- δεν κατάλαβα! βλ. λ. καταλαβαίνω·
- δεν καταλαβαίνει από λόγια, βλ. λ. λόγος·
- δεν καταλαβαίνει γρυ, βλ. λ. γρυ·
- δεν καταλαβαίνει μία, βλ. λ. μία·
- δεν καταλαβαίνει (ούτε) τη μάνα του, βλ. λ. μάνα·
- δεν καταλαβαίνει τ’ άντερά του, βλ. λ. άντερο·
- δεν καταλαβαίνει Χριστό, βλ. λ. Χριστός·
- δεν καταλαβαίνεις ελληνικά; βλ. λ. ελληνικός·
- δεν καταλαβαίνω λέξη, βλ. λ. λέξη·
- δεν καταλαβαίνω τίποτα, βλ. λ. τίποτα·
- δεν κατάλαβε από πού του ήρθε, βλ. λ. ήρθα·
- δεν καταναλώνει φαιά ουσία, βλ. λ. ουσία·
- δεν κατάπινα τη γλώσσα μου! βλ. λ. γλώσσα·
- δεν κατεβάζει η γκλάβα του, βλ. λ. γκλάβα·
- δεν κατεβάζει η κεφάλα του, βλ. λ. κεφάλα·
- δεν κατεβάζει η κόκα του, βλ. λ. κόκα2·
- δεν κατεβάζει η κούτρα του, βλ. λ. κούτρα·
- δεν κατεβάζει ο νους του, βλ. λ. νους·
- δεν κατεβάζει το κεφάλι της, βλ. λ. κεφάλι·
- δεν κατεβάζει το μυαλό του, βλ. λ. μυαλό·
- δεν κατεβάζει το νιονιό του, βλ. λ. νιονιό·
- δεν κατεβάζει το ξερό του, βλ. λ. ξερό·
- δεν κινείται φύλλο βλ. ορθότερο δεν κουνιέται φύλλο·
- δεν κινούμαι, βλ. λ. κινούμαι·
- δεν κλαίω πάνω στο χυμένο γάλα, βλ. λ. γάλα·
- δεν κλαίω τα λεφτά μου, βλ. λ. λεφτά·
- δεν κλείνει μπούτι, (για γυναίκες) βλ. λ. μπούτι·
- δεν κλείνω βλέφαρο, βλ. λ. βλέφαρο·
- δεν κλείνω μάτι, βλ. λ. μάτι·
- δεν κόβει η γκλάβα του ή δεν του κόβει η γκλάβα, βλ. λ. γκλάβα·
- δεν κόβει η κεφάλα του ή δεν του κόβει η κεφάλα, βλ. λ. κεφάλα·
- δεν κόβει η κόκα του ή δεν του κόβει η κόκα, βλ. λ. κόκα2·
- δεν κόβει η κούτρα του ή δεν του κόβει η κούτρα, βλ. λ. κούτρα·
- δεν κόβει ο νους του ή δεν του κόβει ο νους, βλ. λ. νους·
- δεν κόβει το κεφάλι του ή δεν του κόβει το κεφάλι, βλ. λ. κεφάλι·
- δεν κόβει το μυαλό του ή δεν του κόβει το μυαλό, βλ. λ. μυαλό·
- δεν κόβει το νιονιό του η δεν του κόβει το νιονιό, βλ. λ. νιονιό·
- δεν κόβει το ξερό του ή δεν του κόβει το ξερό, βλ. λ. ξερό·
- δεν κόβω καλύτερα τα πόδια μου! ή δεν κόβω καλύτερα το πόδι μου! βλ. λ. πόδι·
- δεν κόβω καλύτερα τα χέρια μου! ή δεν κόβω καλύτερα το χέρι μου! βλ. λ. χέρι·
- δεν κοιτάς τα χάλια σου! ή δεν κοιτάς το χάλι σου! βλ. λ. χάλι·
- δεν κοιτάς την τύφλα σου! βλ. λ. τύφλα·
- δεν κοκκινίζεις μ’ αυτά που λες; βλ. λ. κοκκινίζω·
- δεν κολλάει, βλ. λ. κολλώ·
- δεν κολλάει η ψαρόκολλα, βλ. λ. ψαρόκολλα·
- δεν κολλάμε μπρίκια, βλ. λ. μπρίκι·
- δεν κοστίζει δεκάρα (τσακιστή), βλ. λ. δεκάρα·
- δεν κοστίζει δίφραγκο, βλ. λ. δίφραγκο·
- δεν κοστίζει δραχμή (τσακιστή), βλ. λ. δραχμή·
- δεν κοστίζει έναν παρά, βλ. λ. παράς·
- δεν κοστίζει πεντάρα (τσακιστή), βλ. λ. πεντάρα·
- δεν κοστίζει τσεντέσιμο, βλ. λ. τσεντέσιμο·
- δεν κοστίζει φράγκο (τσακιστό), βλ. λ. φράγκο·
- δεν κουνάω ούτε το δαχτυλάκι μου, βλ. λ. δαχτυλάκι·
- δεν κουνάω ούτε το μικρό μου το δαχτυλάκι, βλ. λ. δαχτυλάκι·
- δεν κουνιέται πούστης, βλ. λ. πούστης·
- δεν κουνιέται φύλλο, βλ. λ. φύλλο·
- δεν κουράζεται να…, βλ. λ. κουράζομαι·
- δεν κράτησα, βλ. λ. κρατώ·
- δεν κρατιέμαι, βλ. λ. κρατιέμαι·
- δεν κρατιέται με τίποτα, βλ. λ. κρατιέμαι·
- δεν κρατιέται ούτε μ’ αλυσίδες, βλ. λ. αλυσίδα·
- δεν κρατώ λεφτά απάνω μου ή δεν κρατώ απάνω μου λεφτά, βλ. λ. λεφτά·
- δεν κρατώ ονόματα, βλ. λ. όνομα·
- δεν κρατώ τη γλώσσα μου, βλ. λ. γλώσσα·
- δεν κρατώ χρήματα απάνω μου ή δεν κρατώ απάνω μου χρήματα, βλ. λ. χρήμα·
- δεν κυλάει αίμα μέσα του, βλ. λ. αίμα·
- δεν κυλάει αίμα στις φλέβες του, βλ. λ. αίμα·
- δεν μπαίνει θέμα, βλ. λ. θέμα·
- δεν μπαίνει ο ένας στ’ αμπέλια του άλλου, βλ. λ. αμπέλι·
- δεν μπαίνει ο ένας στα οικόπεδα του άλλου, βλ. λ. οικόπεδο·
- δεν μπαίνει ο ένας στα χωράφια του άλλου, βλ. λ. χωράφι·
- δεν μπαίνει στα ρούχα του, βλ. λ. ρούχο·
- δεν μπαίνουν όλα τα πράγματα στο ίδιο σακί, βλ. λ. πρά(γ)μα·
- δεν μπαίνουν όλα τα πράγματα στο ίδιο τσουβάλι, βλ. λ. πρά(γ)μα·
- δεν μπαίνω σε καλούπι ή δεν μπαίνω σε καλούπια, βλ. λ. καλούπι·
- δεν μπορεί, βλ. λ. μπορώ·
- δεν μπορεί κανένας να τα βάλει με το Θεό, βλ. λ. Θεός·
- δεν μπορεί κανένας να τον κουνήσει απ’ τη θέση του, βλ. λ. θέση·
- δεν μπορεί κανένας να τον κουνήσει απ’ την καρέκλα του, βλ. λ. καρέκλα·
- δεν μπορεί να…; βλ. λ. μπορώ·
- δεν μπορεί να βαστάξει παιδί, (για γυναίκες) βλ. λ. παιδί·
- δεν μπορεί να βλάψει ούτε μυρμήγκι, βλ. λ. μυρμήγκι·
- δεν μπορεί να βρει καφέ στη Βραζιλία, βλ. λ. καφές·
- δεν μπορεί να γίνει χωριό, βλ. λ. χωριό·
- δεν μπορεί να κρατήσει παιδί, (για γυναίκες) βλ. λ. παιδί·
- δεν μπορεί να μοιράσει δυο γαϊδουριών άχυρο ή δεν μπορεί να χωρίσει δυο γαϊδουριών άχυρο, βλ. λ. γαϊδούρι·
- δεν μπορεί ούτε να βήξει, βλ. λ. βήχω·
- δεν μπορεί παρά να…, βλ. λ. παρά·
- δεν μπορείς να…, βλ. λ. μπορώ·
- δεν μπορείς να πατάς σε δυο βάρκες, βλ. λ. βάρκα·
- δεν μπορείς να φτιάξεις μετάξι από δέρμα γουρουνιού, βλ. λ. γουρούνι·
- δεν μπόρεσε να βγάλει κιχ ή δεν μπόρεσε να κάνει κιχ ή δεν μπόρεσε να πει κιχ, βλ. λ. κιχ·
- δεν μπορούμε να κάνουμε χωριό, βλ. λ. χωριό·
- δεν μπορώ, βλ. λ. μπορώ·
- δεν μπορώ να βρω (την) άκρη, βλ. λ. άκρη·
- δεν μπορώ να πάρω τα πόδια μου, βλ. λ. πόδι·
- δεν μπορώ να πω, βλ. λ. μπορώ·
- δεν μπορώ να σηκώσω κεφάλι, βλ. λ. κεφάλι·
- δεν μπορώ να σταθώ στα πόδια μου, βλ. λ. πόδι·
- δεν μπορώ να σύρω τα πόδια μου, βλ. λ. πόδι·
- δεν μπορώ να το φανταστώ, βλ. λ. φαντάζομαι·
- δεν μπορώ να το χωνέψω, βλ. λ. χωνεύω·
- δεν ντρέπεσαι το μπόι σου; βλ. λ. μπόι·
- δεν ντρεπούστε τέτοιοι που ’στε; βλ. λ. ντρέπομαι· 
- δεν ξανάγινε! βλ. λ. ξαναγίνομαι·
- δεν ξανάγινε τέτοια δουλειά! βλ. λ. δουλειά·
- δεν ξεκολλάει απ’ το μυαλό μου, βλ. λ. μυαλό·
- δεν ξεκολλάει απ’ το νου μου, βλ. λ. νους·
- δεν ξεκολλώ, βλ. λ. ξεκολλώ·
- δεν ξέρει από πού κατουράει η κότα, βλ. λ. κότα·
- δεν ξέρει γράμματα, βλ. λ. γράμμα·
- δεν ξέρει γρυ, βλ. λ. γρυ·
- δεν ξέρει η δεξιά του τι ποιεί η αριστερά του, βλ. λ. δεξιά·
- δεν ξέρει κανείς από που βαστάει η σκούφια του ή δεν ξέρει κανείς από πού κρατάει η σκούφια του, βλ. λ. σκούφια·
- δεν ξέρει ν’ ανοίξει το στόμα του, βλ. λ. στόμα·
- δεν ξέρει να βάλει  την υπογραφή του, βλ. λ. υπογραφή·
- δεν ξέρει να βάλει την τζίφρα του, βλ. λ. τζίφρα·
- δεν ξέρει να δέσει τα κορδόνια του, βλ. λ. κορδόνι·
- δεν ξέρει να δέσει τα παπούτσια του, βλ. λ. παπούτσι·
- δεν ξέρει να δέσει το βρακί του, βλ. λ. βρακί·
- δεν ξέρει να μοιράσει δυο γαϊδουριών άχυρο ή δεν ξέρει να χωρίσει δυο γαϊδουριών άχυρο, βλ. λ. άχυρο·
- δεν ξέρει ούτε την αλφαβήτα, βλ. λ. αλφαβήτα·
- δεν ξέρει ούτε το άλφα, βλ. λ. άλφα·
- δεν ξέρει πού πάν’  τα τέσσερα, βλ. λ. τέσσερα·
- δεν ξέρει τα τρία κακά της μοίρας του, βλ. λ. μοίρα·
- δεν ξέρει την τύφλα του, βλ. λ. τύφλα·
- δεν ξέρει τι έχει, βλ. λ. ξέρω·
- δεν ξέρει τι θα πει… ή δεν ξέρει τι πάει να πει, βλ. λ. είπα·
- δεν ξέρει τι θα πει ναι ή δεν ξέρει τι πάει να πει ναι ή δεν ξέρει το ναι, βλ. λ. ναι·
- δεν ξέρει τι θα πει όχι ή δεν ξέρει τι πάει να πει όχι ή δεν ξέρει το όχι, βλ. λ. όχι·
- δεν ξέρει τι θα πει σπίτι ή δεν ξέρει τι πάει να πει σπίτι, βλ. λ. σπίτι·
- δεν ξέρει τι κάνει, βλ. λ. κάνω·
- δεν ξέρει τι λέει, βλ. λ. λέω·
- δεν ξέρει τι λέει και τι κάνει, βλ. λ. λέω·
- δεν ξέρει τι του γίνεται, βλ. λ. γίνομαι·
- δεν ξέρει τι του ξημερώνει αύριο, βλ. λ. αύριο·
- δεν ξέρει τίποτα για το φόνο, βλ. λ. φόνος·
- δεν ξέρεις μέχρι πού μπορώ να φτάσω, βλ. λ. φτάνω·
- δεν ξέρεις τι μπορεί να κάνει! βλ. λ. κάνω·
- δεν ξέρεις τι μπορώ να κάνω, βλ. λ. κάνω·
- δεν ξέρουμε τι μας ξημερώνει αύριο, βλ. λ. αύριο·
- δεν ξέρω από πού ν’ αρχίσω και πού να τελειώσω, βλ. λ. ξέρω·
- δεν ξέρω, βρείτε τα ή δεν ξέρω, βρέστε τα, βλ. λ. βρίσκω·
- δεν ξέρω, κανονίστε τα, βλ. λ. κανονίζω·
- δεν ξέρω λέξη, βλ. λ. λέξη·
- δεν ξέρω πού θα βγάλει ή δεν ξέρει τι θα βγάλει, βλ. λ. ξέρω·
- δεν ξέρω πού πατώ και πού πηγαίνω, βλ. λ. πατώ·
- δεν ξέρω σε τι Θεό πιστεύει, βλ. λ. Θεός·
- δεν ξέρω, συζητείστε τα, βλ. λ. συζητώ·
- δεν ξέρω, συνεννοηθείτε, βλ. λ. συνεννοούμαι·
- δεν ξέρω τι βιολί (βιόλα) βαράει, βλ. λ. βιολί·
- δεν ξέρω τι έχει στο κεφάλι του, βλ. λ. κεφάλι·
- δεν ξέρω τι έχει στο μυαλό του, βλ. λ. μυαλό·
- δεν ξέρω τι έχει στο νου του, βλ. λ. νους·
- δεν ξέρω τι κάνω! βλ. λ. κάνω·
- δεν ξέρω τι καπνό φουμάρει, βλ. λ. καπνός2·
- δεν ξέρω τι να πω! βλ. λ. είπα·
- δεν ξέρω τι να πω και τι να κάνω! βλ. λ. κάνω·
- δεν ξέρω τι ρόλο παίζει, βλ. λ. ρόλος·
- δεν ξέρω τι ώρες κάνει, βλ. λ. ώρα·
- δεν ξέρω τις διαθέσεις του, βλ. λ. διάθεση·
- δεν ξέρω τις προθέσεις του, βλ. λ. πρόθεση·
- δεν ξέρω (το) τι και (το) πώς, βλ. λ. πώς·
- δεν ξημερώνει, βλ. λ. ξημερώνω·
- δεν ξοδεύει φαιά ουσία, βλ. λ. ουσία·
- δεν ξύνουμε κοιλιές, βλ. λ. κοιλιά·
- δεν οδηγεί πουθενά, βλ. λ. πουθενά·
- δεν ορίζω ή δεν το ορίζω, βλ. λ. ορίζω·
- δεν ορίζω το μυαλό μου, βλ. λ. μυαλό·
- δεν ορίζω το νου μου, βλ. λ. νους·
- δεν πάει, βλ. λ. πάει·
- δεν πάει άλλο, βλ. λ. άλλος·
- δεν πάει η γλώσσα μου να…, βλ. λ. γλώσσα·
- δεν πάει καλά, βλ. λ. καλός·
- δεν πά(ει) να…, βλ. λ. πάει·
- δεν πά(ει) να γαμηθεί! βλ. λ. πάει·
- δεν πά(ει) να κρεμαστεί! βλ. λ. πάει·
- δεν πά(ει) να πηδηχτεί! βλ. λ. πάει·
- δεν πάει πάσο, βλ. λ. πάσο·
- δεν πάει πίσω! βλ. λ. πίσω·
- δεν πάει στο διάβολο! βλ. λ. διάβολος·
- δεν πάει τίποτα κάτω, βλ. λ. κάτω·
- δεν παίζει (κανένα) ρόλο, βλ. λ. ρόλος·
- δεν παίζεται, βλ. λ. παίζομαι·
- δεν παίζουμε πεντόβολα, βλ. λ. πεντόβολα·
- δεν παίζουμε ποιος θα κατουρήσει πιο μακριά, βλ. λ. κατουρώ·
- δεν παίζουμε σπιτάκια, βλ. λ. σπιτάκι·
- δεν παίζουμε (τα) κότσια, βλ. λ. κότσι·
- δεν παίζουμε την τυφλόμυγα, βλ. λ. τυφλόμυγα·
- δεν παίζουμε (τις) αμάδες, βλ. λ. αμάδες·
- δεν παίζουμε τις καβάλες, βλ. λ. καβάλα·
- δεν παίζουμε τις κούκλες, βλ. λ. κούκλα·
- δεν παίζουμε τις κουμπάρες, βλ. λ. κουμπάρα·
- δεν παίζουμε τις πούτσες, βλ. λ. πούτσα·
- δεν παίζουμε τις ψωλές, βλ. λ. ψωλή·
- δεν παίζουμε το α μπε μπαμπλόν, βλ. λ. α μπε μπαμπλόν·
- δεν παίζουμε το ένι μένι ντουντουμένι, βλ. λ. ένι μένι ντουντουμένι·
- δεν παίζουμε το κουπεπέ, βλ. λ. κουπεπέ·
- δεν παίζουμε το τσινκοκολέτα, βλ. λ. τσινκοκολέτα·
- δεν παίζω, βλ. λ. παίζω·
- δεν παίρνει άλλο, βλ. λ. άλλος·
- δεν παίρνει άλλο νερό, βλ. λ. νερό·
- δεν παίρνει αναβολή (κάτι), βλ. λ. αναβολή·
- δεν παίρνει από κουβέντα, βλ. λ. κουβέντα·
- δεν παίρνει από λόγια, βλ. λ. λόγος·
- δεν παίρνει από παρακάλια, βλ. λ. παρακάλι·
- δεν παίρνει από συμβουλές, βλ. λ. συμβουλή·
- δεν παίρνει γιατρειά, βλ. λ. γιατρειά·
- δεν παίρνει γρήγορα μπρος, βλ. λ. μπρος·
- δεν παίρνει γρήγορα φωτιά, βλ. λ. φωτιά·
- δεν παίρνει εύκολα μπρος, βλ. λ. μπρος·
- δεν παίρνει εύκολα φωτιά, βλ. λ. φωτιά·
- δεν παίρνει η κόκα του, βλ. λ. κόκα2·
- δεν παίρνει κάβο, βλ. λ. κάβος·
- δεν παίρνει κρέας απάνω του, βλ. λ. κρέας·
- δεν παίρνει με το καλό, βλ. λ. καλός·
- δεν παίρνει μερεμέτι, βλ. λ. μερεμέτι·
- δεν παίρνει νερό, βλ. λ. νερό·
- δεν παίρνει στροφές ή δεν παίρνει στροφές το μυαλό του, βλ. λ. στροφή·
- δεν παίρνει χαμπάρι, βλ. λ. χαμπάρι·
- δεν παίρνεις κουβέντα απ’ το στόμα του, βλ. λ. κουβέντα·
- δεν παίρνεις λέξη απ’ τα χείλη του, βλ. λ. λέξη·
- δεν παίρνεις λέξη απ’ το στόμα του, βλ. λ. λέξη·
- δεν παίρνουμε και κεφάλια! βλ. λ. κεφάλι·
- δεν παίρνω αναπνοή ή δεν προλαβαίνω να πάρω αναπνοή, βλ. λ. αναπνοή·
- δεν παίρνω ανάσα ή δεν προλαβαίνω να πάρω ανάσα, βλ. λ. ανάσα·
- δεν παίρνω από αστεία, βλ. λ. αστείο·
- δεν παίρνω γιατρειά, βλ. λ. γιατρειά·
- δεν παίρνω μερεμέτι, βλ. λ. μερεμέτι·
- δεν παίρνω μπάζα, βλ. λ. μπάζα1·
- δεν παίρνω όρκο, βλ. λ. όρκος·
- δεν παίρνω πίσω την υπογραφή μου ή δεν παίρνω την υπογραφή μου πίσω, βλ. λ. υπογραφή·
- δεν παίρνω πίσω το λόγο μου ή δεν παίρνω το λόγο μου πίσω, βλ. λ. λόγος·
- δεν παίρνω πρέφα, βλ. λ. πρέφα·
- δεν παίρνω φυλλωσιά, βλ. λ. φυλλωσιά·
- δεν παίρνω χαμπάρι, βλ. λ. χαμπάρι·
- δεν παίρνω χαρτωσιά, βλ. λ. χαρτωσιά·
- δεν παλεύεται, βλ. λ. παλεύεται·
- δεν πάμε καλά, βλ. λ. καλός·
- δεν πάνε καλά τα πράγματα, βλ. λ. πράγμα·
- δεν πά(νε) να βγάλουν τα μάτια τους! βλ. λ. μάτι·
- δεν παρέλειψε ούτε ένα και, βλ. λ. και·
- δεν πα(ς) να γαμηθείς ν’ ασπρίσει ο κώλος σου! βλ. λ. γαμιέμαι·
- δεν πα(ς) να γαμηθείς ν’ ασπρίσεις! βλ. λ. γαμιέμαι·
- δεν πα(ς) να δεις αν κουνιούνται οι βάρκες; βλ. λ. βάρκα·
- δεν πα(ς) να δεις απ’ τη γωνία αν έρχομαι; βλ. λ. γωνία·
- δεν πα(ς) να κάνεις καμιά δουλειά! βλ. λ. δουλειά·
- δεν πα(ς) να κάνεις μπάνιο! βλ. λ. μπάνιο·
- δεν πα(ς) να κοιταχτείς! βλ. λ. κοιτάζομαι·
- δεν πα(ς) να κοιταχτείς στον καθρέφτη! βλ. λ. καθρέφτης·
- δεν πα(ς) να κουρεύεσαι! βλ. λ. κουρεύομαι·
- δεν πα(ς) να κόψεις το κεφάλι σου! βλ. λ. κεφάλι·
- δεν πα(ς) να κόψεις το λαιμό σου! βλ. λ. λαιμός·
- δεν πα(ς) να κόψεις το σβέρκο σου! βλ. λ. σβέρκος·
- δεν πα(ς) να πηδηχτείς! βλ. λ. πηδιέμαι·
- δεν πα(ς) να πνιγείς! βλ. λ. πνίγομαι·
- δεν πα(ς) να σε δει κανένας (κάνας) γιατρός! βλ. λ. γιατρός·
- δεν πα(ς) να σε διαβάσει κανένας (κάνας) παπάς! βλ. λ. παπάς·
- δεν πα(ς) να σε κοιτάξει κανένας (κάνας) γιατρός! βλ. λ. γιατρός·
- δεν πα(ς) να σε φυσήξει λίγο ο αέρας! ή δεν πα(ς) να σε φυσήξει λίγος αέρας! βλ. λ. αέρας·
- δεν πα(ς) να χεστείς! βλ. λ. χέζομαι·
- δεν πα(ς) να χτυπιέσαι! βλ. λ. χτυπιέμαι·
- δεν πα(ς) στο διάβολο! βλ. λ. διάβολος·
- δεν πας καλά! βλ. λ.καλός·
- δεν πας καλά, βλ. λ.καλός·
- δεν πατάει, βλ.λ. πατώ·
- δεν πατάει άνθρωπος, βλ. λ. άνθρωπος·
- δεν πατάει κάτω, βλ. λ. κάτω·
- δεν πατάει ούτε μυρμήγκι, βλ. λ. μυρμήγκι·
- δεν πατάει πόδι, βλ. λ. πόδι·
- δεν πατάει στη γη, βλ. λ. γη·
- δεν πατάει ψυχή, βλ. λ. ψυχή·
- δεν πατάς γερά, βλ. λ. γερός·
- δεν πατάς καλά, βλ. λ. καλός·
- δεν πατλαντίζουμε γκαζόζες, βλ. λ. γκαζόζα·
- δεν πατώ στο κατώφλι του ή δεν πατώ το κατώφλι του, βλ. λ. κατώφλι·
- δεν πατώ το πόδι μου, βλ. λ. πόδι·
- δεν πάω για τίποτα, βλ. λ. τίποτα·
- δεν πάω με τίποτα, βλ. λ. τίποτα·
- δεν πάω ούτε για κατούρημα, βλ. λ. κατούρημα·
- δεν πάω ούτε με ενέσεις, βλ. λ. ένεση·
- δεν πάω ούτε με σφαίρες, βλ. λ. σφαίρα·
- δεν πάω πουθενά, πουθενά·
- δεν πάω σπίτι μου απόψε! βλ. λ. σπίτι·
- δεν πειράζει, βλ. λ. πειράζω·
- δεν πειράζει ούτε μυρμήγκι, βλ. λ. μυρμήγκι·
- δεν πείραξα ούτε τρίχα, βλ. λ. τρίχα·
- δεν περνά η μαγκιά σου, βλ. λ. μαγκιά·
- δεν περνά η μπογιά του, βλ. λ. μπογιά·
- δεν περνάει, βλ. λ. περνώ·
- δεν περνάει απ’ την πόρτα, βλ. λ. πόρτα·
- δεν περνάει απ’ την πόρτα μου, βλ. λ. πόρτα·
- δεν περνάει απ’ το χέρι μου (ενν. να σε βοηθήσω, να σε εξυπηρετήσω), βλ. λ. χέρι·
- δεν περνάει κουνούπι, βλ. λ. κουνούπι·
- δεν περνάει μύγα, βλ. λ. μύγα·
- δεν περνάει ο λόγος του, βλ. λ. λόγος·
- δεν περνάει ούτε (κάτω) από καμάρα, βλ. λ. καμάρα·
- δεν περνάει χρόνος από πάνω του, βλ. λ. χρόνος·
- δεν περνάνε, (ιδίως για λεφτά) βλ. λ. περνώ·
- δεν περνάς κυρά Μαρία, βλ. λ. Μαρία·
- δεν περνιέται, βλ. λ. περνιέμαι·
- δεν περνούν (πια, άλλο) τα λεφτά μου, βλ. λ. λεφτά
- δεν περνούν τα λεφτά σου, βλ. λ. λεφτά·
- δεν περνώ το κατώφλι του, βλ. λ. κατώφλι·
- δεν περπατάς καλά, βλ. λ. καλός·
- δεν πεταλώνουμε τζιτζίκια, βλ. λ. τζιτζίκι·
- δεν πέφτει βελόνα, βλ. λ. βελόνα·
- δεν πέφτει βελόνι, βλ. λ. βελόνι·
- δεν πέφτει καρφίτσα, βλ. λ. καρφίτσα·
- δεν πήρα αναπνοή, βλ. λ. αναπνοή·
- δεν πήρα ανάσα, βλ. λ. ανάσα·
- δεν πιάνει βιβλίο στο χέρι του, βλ. λ. βιβλίο·
- δεν πιάνει δεκάρα (τσακιστή), βλ. λ. δεκάρα·
- δεν πιάνει δίφραγκο, βλ. λ. δίφραγκο·
- δεν πιάνει δραχμή (τσακιστή), βλ. λ. δραχμή·
- δεν πιάνει έναν παρά, βλ. λ. παράς·
- δεν πιάνει κρέας απάνω του, κρέας·
- δεν πιάνει μπάζα, (για πράγματα), βλ. λ. μπάζα1·
- δεν πιάνει μπάζα μπροστά μου, βλ. λ. μπάζα1·
- δεν πιάνει ο λόγος του, βλ. λ. λόγος·
- δεν πιάνει (πια) η μπογιά του, βλ. λ. μπογιά·
- δεν πιάνει φράγκο (τσακιστό), βλ. λ. φράγκο·
- δεν πιάνει φυλλωσιά, (για πράγματα), βλ. λ. φυλλωσιά·
- δεν πιάνει φυλλωσιά μπροστά μου, βλ. λ. φυλλωσιά·
- δεν πιάνει χαρτωσιά, (για πράγματα), βλ. λ. χαρτωσιά·
- δεν πιάνει χαρτωσιά μπροστά μου, βλ. λ. χαρτωσιά·
- δεν πιάνεται, βλ. λ. πιάνομαι·
- δεν πιάνεται από πουθενά, βλ. λ. πουθενά·
- δεν πιάνεται με τίποτα, βλ. λ. τίποτα·
- δεν πιάνεται στη δουλειά, βλ. λ. δουλειά·
- δεν πιάνεται στη δουλειά του, βλ. λ. δουλειά·
- δεν πιάνεται το γκολ, βλ. λ. γκολ·
- δεν πιάνομαι βιδέλο, βλ. λ. βιδέλο·
- δεν πιάνομαι γιαγλής, βλ. λ. γιαγλής·
- δεν πιάνομαι γιατρός, βλ. λ. γιατρός·
- δεν πιάνομαι θύμα, βλ. λ. θύμα·
- δεν πιάνομαι κορόιδο, βλ. λ. κορόιδο·
- δεν πιάνομαι κότσος, βλ. λ. κότσος·
- δεν πιάνομαι μπαγλαμάς, βλ. λ. μπαγλαμάς·
- δεν πιανότανε (ενν. το σουτ), βλ. λ. πιάνομαι·
- δεν πιάνουν τα κόλπα σου, βλ. λ. κόλπο·
- δεν πιάνω μπάζα, (για χαρτοπαίγνιο), βλ. λ. μπάζα1·
- δεν πιάνω φυλλωσιά, (για χαρτοπαίγνιο), βλ. λ. φυλλωσιά·                    
- δεν πιάνω χαρτωσιά , (για χαρτοπαίγνιο),βλ. λ. χαρτωσιά·
- δεν πιστεύει πουθενά, βλ. λ. πουθενά·
- δεν πιστεύω γρυ, βλ. λ. γρυ·
- δεν πιστεύω λέξη, βλ. λ. λέξη·
- δεν πιστεύω να…, βλ. λ. πιστεύω·
- δεν πιστεύω στ’ αφτιά μου! βλ. λ. αφτί·
- δεν πιστεύω στα μάτια μου! βλ. λ. μάτι·
- δεν πληρώνει φόρο (ενν. αυτός που μιλάει), βλ. λ. φόρος·
- δεν πουλάει το μαγαζί, βλ. λ. μαγαζί·
- δεν πουλάμε, βλ. λ. πουλώ·
- δεν πρόλαβα να ξύσω τ’ αρχίδια μου, βλ. λ. αρχίδι·
- δεν πρόλαβα να ξύσω τ’ αφτί μου, βλ. λ. αφτί·
- δεν πρόλαβα να ξύσω τη μύτη μου, βλ. λ. μύτη·
- δεν πρόλαβα να ξύσω τον κώλο μου, βλ. λ. κώλος·
- δεν προλαβαίνω να…, βλ. λ. προλαβαίνω·
- δεν προλαβαίνω να ξύσω τ’ αρχίδια μου, βλ. λ. αρχίδι·
- δεν προλαβαίνω να ξύσω τ’ αφτί μου, βλ. λ. αφτί·
- δεν προλαβαίνω να ξύσω τη μύτη μου, βλ. λ. μύτη·
- δεν προλαβαίνω να ξύσω τον κώλο μου, βλ. λ. κώλος·
- δεν προλαβαίνω να πάω ούτε για κατούρημα, βλ. λ. κατούρημα·
- δεν προλαβαίνω να φάω, βλ. λ. προλαβαίνω·
- δεν πρόλαβε να βγάλει αχ ή δεν πρόλαβε να κάνει αχ ή δεν πρόλαβε να πει αχ, βλ. λ. αχ·
- δεν πρόλαβε να βγάλει κιχ ή δεν πρόλαβε να κάνει κιχ ή δεν πρόλαβε να πει κιχ, βλ. λ. κιχ·
- δεν προσέχει τη γραμμή της (του), βλ. λ. γραμμή·
- δεν πρόσθεσε ούτε ένα και, βλ. λ. και·
- δεν προχωράει άλλο, βλ. λ. άλλος·
- δεν προχωράει το πράγμα, βλ. λ. πρά(γ)μα·
- δεν τ’ αφήνω απ’ τα μάτια μου, βλ. λ. μάτι·
- δεν τ’ ακούμπησα, (για φαγητά ή άλλά φαγώσιμα) βλ. λ. ακουμπώ·
- δεν τα βγάζω (ενν. τα γράμματα), βλ. λ. βγάζω·
- δεν τα βγάζω απ’ την κοιλιά μου, βλ. λ. κοιλιά·
- δεν τα βγάζω απ’ το μυαλό μου, βλ. λ. μυαλό·
- δεν τα βγάζω πέρα, βλ. λ. πέρα·
- δεν τα βγάζω τα γράμματά του, βλ. λ. γράμμα·
- δεν τα βλέπω καλά τα πράγματα, βλ. λ. πρά(γ)μα·
- δεν τα βρήκαν, βλ. λ. βρίσκω·
- δεν τα κλαίω (ενν. τα λεφτά μου), βλ. λ. κλαίω·
- δεν τα μασάω αυτά ή δεν τα μασάμε αυτά, βλ. λ. μασάω·
- δεν τα παίρνει (ενν. τα γράμματα), βλ. λ. παίρνω·
- δεν τα παίρνει (ενν. τα λεφτά), βλ. λ. παίρνω·
- δεν τα παίρνει η γκλάβα του (ενν. τα γράμματα), βλ. λ. γκλάβα·      
- δεν τα παίρνει η κεφάλα του (ενν. τα γράμματα), βλ. λ. κεφάλα·
- δεν τα παίρνει η κόκα του (ενν. τα γράμματα), βλ. λ. κόκα2·
- δεν τα παίρνει η κούτρα του (ενν. τα γράμματα), βλ. λ. κούτρα·
- δεν (τα) παίρνει τα γράμματα, βλ. λ. γράμμα·
- δεν τα παίρνει το κεφάλι του (ενν. τα γράμματα), βλ. λ. κεφάλι·
- δεν τα παίρνει το μυαλό του (ενν. τα γράμματα), βλ. λ. μυαλό·
- δεν τα παίρνει το νιονιό του (ενν. τα γράμματα), βλ. λ. νιονιό·
- δεν τα παίρνει το ξερό του (ενν. τα γράμματα), βλ. λ. ξερό·
- δεν τα πάμε καλά, βλ. λ. καλός·
- δεν τα πάω καλά με…, βλ. λ. καλός·
- δεν τα πήγε (κι) άσχημα, βλ. λ. άσχημος·
- δεν τα πιάνει (ενν. τα λεφτά), βλ. λ. πιάνω·
- δεν τα πιάνει (ενν. τα νοήματα), βλ. λ. πιάνω·
- δεν τα σηκώνω αυτά, βλ. λ. αυτός·
- δεν τα τρώω αυτά ή δεν τα τρώμε αυτά, βλ. λ. τρώω·
- δεν τα χάφτω (ενν. αυτά που λες), βλ. λ. χάφτω·
- δεν τα ’χουμε καλά, βλ. λ. καλός·
- δεν τα ’χω για πέταμα, βλ. λ. πέταμα·
- δεν ταιριάζει, βλ. λ. ταιριάζω·
- δεν ταιριάζει στον τύπο μου να…, βλ. λ. τύπος·
- δεν ταιριάζουν τα χνότα μας, βλ. λ. χνότο·
- δεν ταιριάζουν τα χούγια μας, βλ. λ. χούι·
- δεν τη βγάζουμε, (για ζευγάρι) βλ. λ. βγάζω·
- δεν τη βγάζω, βλ. λ. βγάζω·
- δεν τη βγάζω καθαρή, βλ. λ. καθαρός·
- δεν τη βλέπω εντάξει τη δουλειά, βλ. λ. δουλειά·
- δεν τη βρίσκω, βλ. λ. βρίσκω·
- δεν τη βρίσκω εντάξει τη δουλειά, βλ. λ. δουλειά·
- δεν την καλοβλέπω την δουλειά, βλ. λ. δουλειά·
- δεν την ξαναπαθαίνω, βλ. λ. ξαναπαθαίνω·
- δεν την ξαναπατώ, βλ. λ. ξαναπατώ·
- δεν την πατάει, βλ. λ. πατώ·
- δεν το βλέπω, βλ. λ. βλέπω·
- δεν το επιτρέπει η θέση μου να…, βλ. λ. θέση·
- δεν το επιτρέπει η κατάστασή μου να…, βλ. λ. κατάσταση·
- δεν το νομίζω, βλ. λ. νομίζω·
- δεν το πετάω καλύτερα στα σκυλιά! βλ. λ. σκυλί·
- δεν το ’πιασα! βλ. λ. πιάνω·
- δεν το ’πιασα καλά! βλ. λ. καλός·
- δεν το ’πιασα καλά, βλ. λ. καλός·
- δεν το ’χει για τίποτα ή δεν το ’χει και τίποτα ή δεν το ’χει σε τίποτα ή δεν το ’χει τίποτα, βλ. λ. τίποτα·
- δεν το ’χει για πολύ ή δεν το ’χει και πολύ ή δεν το ’χει πολύ ή δεν το ’χει σε πολύ, βλ. λ. πολύς·
- δεν το ’χω δει ούτε ζωγραφιστό, βλ. λ. ζωγραφιστός·
- δεν το ’χω σε καλό, βλ. λ. καλός·
- δεν το αντέχει η καρδιά μου, βλ. λ. καρδιά·
- δεν το αντέχει η ψυχή  μου, βλ. λ. ψυχή·
- δεν το βάζει ο νους σου! βλ. λ. νους·
- δεν το βάζει το μυαλό σου! βλ. λ. μυαλό·
- δεν το βάζω κάτω, βλ. λ. κάτω·
- δεν το βαστά η καρδιά μου, βλ. λ. καρδιά·
- δεν το βαστά η ψυχή μου, βλ. λ. ψυχή·
- δεν το βλέπω καλά, βλ. λ. καλός·
- δεν το βλέπω σόι πράμα, βλ. λ. σόι·
- δεν το βλέπω σόι το πράμα, βλ. λ. σόι·
- δεν το βουλώνεις! (ενν. το στόμα σου), βλ. λ. βουλώνω·
- δεν το καλοβλέπω το πράγμα, βλ. λ. πρά(γ)μα·
- δεν το κάνω γούστο, βλ. λ. γούστο·
- δεν το κάνω κέφι, βλ. λ. κέφι·
- δεν το κάνω σπίτι, βλ. λ. σπίτι·
- δεν το κάνω χαλάλι, βλ. λ. χαλάλι·
- δεν το κουνάω, βλ. λ. κουνάω·
- δεν το κουνάω ρούπι, βλ. λ. ρούπι·
- δεν το λες με τα σωστά σου, βλ. λ. σωστός·
- δεν το λέω αστεία, βλ. λ. αστείο·
- δεν το μπορώ να…, βλ. λ. μπορώ·
- δεν το περίμενα, βλ. λ. περιμένω· 
- δεν το πιάνει το μάτι σου, βλ. λ. μάτι·
- δεν το ’πιασα! βλ. λ. πιάνω·
- δεν το πιστεύουν τ’ αφτιά μου! βλ. λ. αφτί·
- δεν το πιστεύουν τα μάτια μου! βλ. λ. μάτι·
- δεν το πιστεύω! βλ. λ. πιστεύω·
- δεν το σηκώνει το ποτό, βλ. λ. ποτό·
- δεν το φτάνει ανθρώπου νους, βλ. λ. άνθρωπος·
- δεν το ’χει για πολύ ή δεν το ’χει και πολύ ή δεν το ’χει πολύ ή δεν το ’χει σε πολύ, βλ. λ. πολύς·
- δεν το ’χει λίγο, βλ. λ. λίγος·
- δεν το χωράει ο νους μου! βλ. λ. νους·
- δεν το χωράει το μυαλό μου! βλ. λ. μυαλό·
- δεν τον ακούμπησα, βλ. λ. ακουμπώ·
- δεν τον αφήνουν ν’ αγιάσει οι διαβόλοι, βλ. λ. διάβολος·
- δεν τον αφήνω βήμα, βλ. λ. βήμα·
- δεν τον αφήνω να κάνει βήμα, βλ. λ. βήμα·
- δεν τον αφήνω (να σταθεί) σε χλωρό κλαρί (κλαδί), βλ. λ. κλαρί·
- δεν τον βλέπω, βλ. λ. βλέπω·
- δεν τον βλέπω καλά, βλ. λ. καλός·
- δεν τον βλέπω σόι άνθρωπο, βλ. λ. σόι·
- δεν τον βλέπω σόι πράμα, βλ. λ. σόι·
- δεν τον βρίσκει ούτε ο χάρος, βλ. λ. χάρος·
- δεν το(ν) γουστάρω, βλ. λ. γουστάρω·
- δεν τον είδε μάτι, βλ. λ. μάτι·
- δεν τον έχω για τίποτα, βλ. λ. τίποτα·
- δεν τον έχω (και) σε μεγάλη εκτίμηση, βλ. λ. εκτίμηση·
- δεν τον έχω (και) σε πολλή εκτίμηση, βλ. λ. εκτίμηση·
- δεν τον έχω τίποτα, βλ. λ. τίποτα·
- δεν τον θέλει η μπάλα, βλ. λ. μπάλα·
- δεν τον θέλει η τύχη, βλ. λ. τύχη·
- δεν τον θέλει το ζάρι, βλ. λ. ζάρι·
- δεν τον θέλει το φύλλο, βλ. λ. φύλλο·
- δεν τον θέλει το χαρτί, βλ. λ. χαρτί·
- δεν τον καλοβλέπω, βλ. λ. καλοβλέπω·
- δεν τον κάνω γούστο, βλ. λ. γούστο·
- δεν τον κάνω κέφι, βλ. λ. κέφι·
- δεν τον (την) κάνω χαλάλι, βλ. λ. χαλάλι·
- δεν τον κατουράς! βλ. λ. κατουρώ·
- δεν τον κλάνεις! βλ. λ. κλάνω·
- δεν τον μπορώ, βλ. λ. μπορώ·
- δεν τον ξέρει ούτε (κι) η μάνα του, βλ. λ. μάνα·
- δεν τον ξέρει ούτε ο θυρωρός της πολυκατοικίας του, βλ. λ. θυρωρός·
- δεν τον παίζουμε, βλ. λ. παίζω·
- δεν τον πάω, βλ. λ. πάω·
- δεν τον πάω με τίποτα, βλ. λ. τίποτα·
- δεν τον πάω ούτε με ενέσεις, βλ. λ. ένεση·
- δεν τον πάω ούτε με σφαίρες, βλ. λ. σφαίρα·
- δεν τον πετάω καλύτερα στα σκυλιά! (ενν. τον πούτσο, τον ψώλο, την πούτσα, την ψωλή, το πέος, το καυλί), βλ. λ. σκυλί·
- δεν τον πιάνει, (για φαγητά) βλ. λ. πιάνω·
- δεν τον πιάνει κουβέντα, βλ. λ. κουβέντα·
- δεν τον πιάνει το μάτι, βλ. λ. μάτι·
- δεν τον πιάνει το μάτι σου, βλ. λ. μάτι·
- δεν τον φτάνει κανείς (κανένας σε κάτι), βλ. λ. φτάνω·
- δεν τον φτάνεις ούτε στο δαχτυλάκι του ή δεν τον φτάνεις ούτε στο μικρό του το δαχτυλάκι του, βλ. λ. δαχτυλάκι·
- δεν τον φτάνεις ούτε στο μικρό του το νύχι, βλ. λ. νύχι·
- δεν τον φτάνεις ούτε στο νυχάκι του ή δεν τον φτάνεις ούτε στο μικρό του το νυχάκι, βλ. λ. νυχάκι·
- δεν τον χέζεις! βλ. λ. χέζω·
- δεν τον χωνεύω, βλ. λ. χωνεύω·
- δεν τον χωράει το κάθισμα, βλ. λ. κάθισμα·
- δεν του (της) άρεσε η φωνή μου, βλ. λ. φωνή·
- δεν του άγγιξα ούτε τρίχα, βλ. λ. τρίχα·
- δεν του αλλάζεις εύκολα (το) κεφάλι, βλ. λ. κεφάλι·
- δεν του άξιζε, βλ. λ. αξίζω·
- δεν του (της) άξιζε, βλ. λ. αξίζω·
- δεν του άφησε (ούτε) τρίχα, βλ. λ. τρίχα·
- δεν του βαστάει να…, βλ. λ. βαστώ·
- δεν του βαστάει ο κώλος, βλ. λ. κώλος·
- δεν του γυρίζεις εύκολα (το) κεφάλι, βλ. λ. κεφάλι·
- δεν του δίνω (καμιά) σημασία, βλ. λ. σημασία· 
- δεν του κόβει (ενν. η γκλάβα του, η κεφάλα του, η κόκα του, η κούτρα του, ο νους του, το κεφάλι του, το μυαλό του, το νιονιό του, το ξερό του), βλ. λ. κόβω·
- δεν του κόβει η γκλάβα (του), βλ. λ. γκλάβα·
- δεν του κόβει η κεφάλα (του), βλ. λ. κεφάλα·
- δεν του κόβει η κόκα (του), βλ. λ. κόκα·
- δεν του κόβει η κούτρα (του), βλ. λ. κούτρα·
- δεν του κόβει ο νους (του), βλ. λ. νους·
- δεν του κόβει το κεφάλι (του), βλ. λ. κεφάλι·
- δεν του κόβει το μυαλό (του), βλ. λ. μυαλό·
- δεν του κόβει το νιονιό (του), βλ. λ. νιονιό·
- δεν του κόβει το ξερό (του), βλ. λ. ξερό·
- δεν του λείπει τίποτα, βλ. λ. τίποτα·
- δεν του ’μεινε μυαλό ή δεν του ’μεινε δράμι μυαλό ή δεν του ’μεινε καθόλου μυαλό ή δεν του ’μεινε κουκούτσι μυαλό ή δεν του ’μεινε μπιτ μυαλό ή δεν του ’μεινε ντιπ μυαλό ή δεν του ’μεινε μυαλό ούτε για δείγμα ή δεν του ’μεινε σταλιά μυαλό, βλ. λ. μυαλό·  
- δεν του μένει δεκάρα (τσακιστή), βλ. λ. δεκάρα·
- δεν του μένει δραχμή (τσακιστή), βλ. λ. δραχμή·
- δεν του μένει φράγκο (τσακιστό), βλ. λ. φράγκο·
- δεν του ξεφεύγει ούτε θηλυκιά γάτα, βλ. λ. γάτα·
- δεν του ξεφεύγει τίποτα, βλ. λ. τίποτα·
- δεν του παίρνεις λέξη, βλ. λ. λέξη·
- δεν του πείραξα ούτε τρίχα, βλ. λ. τρίχα·
- δεν του στοιχίζει τίποτα να…, βλ. λ. τίποτα·
- δεν τραβά η ομάδα, βλ. λ. ομάδα·
- δεν τραβάει, βλ. λ. τραβώ·
- δεν τραβάει το τζάκι, βλ. λ. τζάκι·
- δεν τραβάμε τα βυζιά μας! ή δεν τραβάμε τα βυζιά μας να μεγαλώσουν!  βλ. λ. βυζί·
- δεν τραβάς τα βυζιά σου! ή δεν τραβάς τα βυζιά σου να μεγαλώσουν! βλ. λ.βυζί·
- δεν τραβώ ζόρι, βλ. λ. ζόρι·
- δεν τραγουδάμε το ίδιο τραγούδι, βλ. λ. τραγούδι·
- δεν τρέχει, (για δουλειές ή υποθέσεις) βλ. λ. τρέχω·
- δεν τρέχει, βλ. λ. τρέχω·
- δεν τρέχει αίμα μέσα του, βλ. λ. αίμα·
- δεν τρέχει αίμα στις φλέβες του, βλ. λ. αίμα·
- δεν τρέχει κάστανο, βλ. λ. κάστανο·
- δεν τρέχει τίποτα, βλ. λ. τίποτα·
- δεν τρέχει τσάι, βλ. λ. τσάι·
- δεν τρώγεσαι! βλ. λ. τρώγομαι·
- δεν τρώγεσαι με τίποτα, βλ. λ. τρώγομαι·
- δεν τρώγεται, βλ. λ. τρώγομαι·
- δεν τρώγεται με τίποτα! βλ. λ. τρώγομαι·
- δεν τρώγεται ούτε ωμός ούτε ψημένος, βλ. λ. ωμός·
- δεν τρώω άχυρα ή δεν τρώω άχυρο ή δεν τρώμε άχυρα ή δεν τρώμε άχυρο, βλ. λ. άχερο·
- δεν τρώω βαλανίδια ή δεν τρώμε βαλανίδια, βλ. λ. βαλανίδι·
- δεν τρώω βλίτα ή δεν τρώμε βλίτα, βλ. λ. βλίτο·
- δεν τρώω βρούβες ή δεν τρώμε βρούβες, βλ. λ. βρούβα·
- δεν τρώω καλαμπόκι ή δεν τρώμε καλαμπόκι, βλ. λ. καλαμπόκι·
- δεν τρώω καναβούρι ή δεν τρώμε καναβούρι, βλ. λ. καναβούρι·
- δεν τρώω κούμαρα ή δεν τρώμε κούμαρα, βλ. λ. κούμαρο·
- δεν τρώω κουτόχορτο ή δεν τρώμε κουτόχορτο, βλ. λ. κουτόχορτο·
- δεν τρώω λάχανα ή δεν τρώμε λάχανα, βλ. λ. λάχανο·
- δεν τρώω λαχανόφυλλα ή δεν τρώμε λαχανόφυλλα, βλ. λ. λαχανόφυλλο·
- δεν τρώω λουλάκι ή δεν τρώμε λουλάκι, βλ. λ. λουλάκι·
- δεν τρώω μαρούλια ή δεν τρώμε μαρούλια, βλ. λ. μαρούλι·
- δεν τρώω μαρουλόφυλλα ή δεν τρώμε μαρουλόφυλλα, βλ. λ. μαρουλόφυλλο·
- δεν τρώω μούσμουλα ή δεν τρώμε μούσμουλα, βλ. λ. μούσμουλο·
- δεν τρώω ξυλοκέρατα ή δεν τρώμε ξυλοκέρατα, βλ. λ. ξυλοκέρατο·
- δεν τρώω πίτουρα ή δεν τρώμε πίτουρα, βλ. λ. πίτουρο·
- δεν τρώω πριονίδια ή δεν τρώμε πριονίδια, βλ. λ. πριονίδι·
- δεν τρώω ροκανίδια ή δεν τρώμε ροκανίδια, βλ. λ. ροκανίδι
- δεν τρώω σανό ή δεν τρώμε σανό, βλ. λ. σανός·
- δεν τρώω φουντούκια ή δεν τρώμε φουντούκια, βλ. λ. φουντούκι·
- δεν τρώω χαρούπια ή δεν τρώμε χαρούπια, βλ. λ. χαρούπι·
- δεν τρώω χόρτα ή δεν τρώω χόρτο ή δεν τρώμε χόρτα ή δεν τρώμε χόρτο, βλ. λ. χόρτο·
- δεν υπακούει στο τιμόνι, βλ. λ. τιμόνι·
- δεν υπάρχει αλεύρι, όσο ψιλό κι αν είναι, που να μην έχει πίτουρα, δεν υπάρχει κρασί, όσο καθαρό κι αν είναι, που να μην έχει κατακάθι, βλ. λ. υπάρχω·
- δεν υπάρχει αλλά, βλ. λ. αλλά·
- δεν υπάρχει άλλος δρόμος, βλ. λ. δρόμος·
- δεν υπάρχει άλλος τρόπος, βλ. λ. τρόπος·
- δεν υπάρχει αμφιβολία, βλ. λ. αμφιβολία·
- δεν υπάρχει άνθρωπος, βλ. λ. άνθρωπος·
- δεν υπάρχει ανθρώπου μάτι, βλ. λ. άνθρωπος·
- δεν υπάρχει ανθρώπου πρόσωπο, βλ. λ. άνθρωπος·
- δεν υπάρχει για μένα χώρος (κάπου), βλ. λ. χώρος·
- δεν υπάρχει γιατρειά, βλ. λ. γιατρειά·
- δεν υπάρχει γιατρικό, βλ. λ. γιατρικό·
- δεν υπάρχει δεκάρα (τσακιστή), βλ. λ. δεκάρα·
- δεν υπάρχει δέντρο, όσο καλό κι αν είναι, που να μην έχει ρόζους, βλ. λ. δέντρο·
- δεν υπάρχει δεύτερος, βλ. λ. δεύτερος·
- δεν υπάρχει δίφραγκο, βλ. λ. δίφραγκο·
- δεν υπάρχει δραχμή (τσακιστή), βλ. λ. δραχμή·
- δεν υπάρχει έδαφος για…, βλ. λ. έδαφος·
- δεν υπάρχει ζήτημα, βλ. λ. ζήτημα·
- δεν υπάρχει θέμα, βλ. λ. θέμα·
- δεν υπάρχει Θεού πρόσωπο, βλ. λ. Θεός·
- δεν υπάρχει κακός λόγος, όταν ξέρεις να τον πεις, κι άσχημο φαγητό, όταν ξέρεις να το μαγειρέψεις, βλ. λ. ξέρω·
- δεν υπάρχει καπίκι, βλ. λ. καπίκι·
- δεν υπάρχει καπνός εκεί που δεν υπάρχει φωτιά, βλ. λ. καπνός1·
- δεν υπάρχει καπνός χωρίς φωτιά, βλ. λ. καπνός1·
- δεν υπάρχει κίνηση, βλ. λ. κίνηση·
- δεν υπάρχει λέπι, βλ. λ. λέπι·
- δεν υπάρχει λόγος, βλ. λ. λόγος·
- δεν υπάρχει μαρούλι, βλ. λ. μαρούλι·
- δεν υπάρχει μία, βλ. λ. μια·
- δεν υπάρχει (ούτε) κέρμα, βλ. λ. κέρμα·
- δεν υπάρχει (ούτε) σέντσι, βλ. λ. σέντσι·
- δεν υπάρχει πεντάρα (τσακιστή), βλ. λ. πεντάρα·
- δεν υπάρχει περίπτωση, βλ. λ. περίπτωση·
- δεν υπάρχει πετρέλαιο, βλ. λ. πετρέλαιο·
- δεν υπάρχει πρόβλημα, βλ. λ. πρόβλημα·
- δεν υπάρχει προηγούμενο! βλ. λ. προηγούμενο·
- δεν υπάρχει σάλιο, βλ. λ. σάλιο·
- δεν υπάρχει σπυρί, βλ. λ. σπυρί·
- δεν υπάρχει τίποτ’ άλλο, βλ. λ. τίποτα·
- δεν υπάρχει τρόπος, βλ. λ. τρόπος·
- δεν υπάρχει τσεντέσιμο, βλ. λ. τσεντέσιμο·
- δεν υπάρχει φόβος, βλ. λ. φόβος·
- δεν υπάρχει φράγκο (τσακιστό), βλ. λ. φράγκο·
- δεν υπάρχει ψυχή, βλ. λ. ψυχή·
- δεν υπάρχει ψυχή ζώσα, βλ. λ. ψυχή·
- δεν υπάρχει ψυχή στο δρόμο, βλ. λ. ψυχή·
- δεν υπάρχουν περιθώρια ή δεν υπάρχουν τα περιθώρια, βλ. λ. περιθώριο·
- δεν υπάρχουν περιθώρια χρόνου, βλ. λ. περιθώριο·
- δεν υπάρχουν σφαίρες, βλ. λ. σφαίρα·
- δεν υπάρχουν τριαντάφυλλα χωρίς αγκάθια, βλ. λ. τριαντάφυλλο·
- είναι πολύ δεν, (στη νεοαργκό) είναι εντελώς κουτός, εντελώς άμυαλος: «μα αυτός είναι πολύ δεν, αυτόν πήγες κι εσύ να συμβουλευτείς!».