αεριωθούμενο, το, ουσ. [ουδ. της μτχ. αεριωθούμενος], το αεριωθούμενο·
- έγινε αεριωθούμενο, το άτομο για το οποίο γίνεται λόγος έφυγε με μεγάλη ταχύτητα, έφυγε αστραπιαία: «μόλις του είπαν πως πιο κάτω δέρνανε τον αδερφό του, έγινε αεριωθούμενο να πάει να τον βοηθήσει»·
- το ’κανε αεριωθούμενο (ενν. το αυτοκίνητό του), βλ. φρ. το ’κανε αεροπλάνο, λ. αεροπλάνο·
- τον έκανε αεριωθούμενο, τον θύμωσε υπερβολικά, τον εκνεύρισε πάρα πολύ: «του είπε για τις πομπές της αδερφής του και τον έκανε αεριωθούμενο».