γρυ, το, άκλ. ουσ. [<μτγν. γρῦ], αποδίδει τη φωνή του γουρουνιού· ως επίρρ. δηλώνει απόλυτη άγνοια ή απουσία φωνής·
- δε σκαμπάζει γρυ, (για μαθητές) είναι εντελώς αδιάβαστος, αμελέτητος, είναι εντελώς αμελής: «όποτε και να τον σηκώσω στο μάθημα, δε σκαμπάζει γρυ»· βλ. και φρ. δεν ξέρει γρυ·
- δεν έβγαλα γρυ, δεν κατάλαβα τίποτα από όσα μου είπε κάποιος ή από όσα έλεγε κάποιος, ή δεν κατάλαβα τίποτα από ένα κείμενο που διάβασα: «μιλούσε μια ώρα, αλλά εγώ δεν έβγαλα γρυ απ’ όσα έλεγε || διάβασα το τελευταίο βιβλίο του τάδε συγγραφέα και δεν έβγαλα γρυ»· βλ. και φρ. δεν είπα γρυ·
- δεν έβγαλε γρυ ή δεν είπε γρυ ή δεν έκανε γρυ ή δεν πρόλαβε να βγάλει γρυ ή δεν πρόλαβε να κάνει γρυ ή δεν πρόλαβε να πει γρυ, σκοτώθηκε ακαριαία, ιδίως σε τροχαίο δυστύχημα: «έπεσε με τ’ αυτοκίνητό του πάνω σ’ ένα δέντρο και δεν πρόλαβε να κάνει γρυ»·
-δεν είπα γρυ, δεν είπα τίποτα, δεν είπα ούτε λέξη: «τον άφησα να μιλάει μια ώρα και δεν είπα γρυ»·
- δεν καταλαβαίνει γρυ, α. δεν αλλάζει τη γνώμη του, είναι ανένδοτος, αμετάπειστος: «αφού του μπήκε αυτή η ιδέα, μην προσπαθήσεις να του αλλάξεις τη γνώμη του, γιατί δεν καταλαβαίνει γρυ». β. είναι αναίσθητος, σκληρός: «δε βοηθάει κανέναν άνθρωπο, γιατί δεν καταλαβαίνει γρυ από τον ανθρώπινο πόνο». γ. δε δείχνει την παραμικρή διάθεση κατανόησης ή συνεννόησης: «του ζήτησα δέκα φορές να καθίσουμε να κουβεντιάσουμε τη διαφορά μας, αλλά δεν καταλαβαίνει γρυ». δ. δεν αντιλαμβάνεται το παραμικρό από όσα συμβαίνουν γύρω του, ιδίως κακά: «εδώ ο κόσμος χάνεται κι αυτός δεν καταλαβαίνει γρυ». Συνών. δεν καταλαβαίνει μία / δεν καταλαβαίνει τ’ άντερά του / δεν καταλαβαίνει τη μάνα του / δεν καταλαβαίνει Χριστό ·
- δεν ξέρει γρυ, δεν ξέρει τίποτα για κάτι, είναι εντελώς ανενημέρωτος: «τον ρώτησα να μου πει τι έγινε στο συνέδριο, αλλά δεν ήξερε γρυ»· βλ. και φρ. δε σκαμπάζει γρυ·
- δεν πιστεύω γρυ, θεωρώ αυτά που λέει κάποιος πέρα για πέρα ψέματα: «είναι μεγάλος ψεύτης και δεν πιστεύω γρυ απ’ αυτά που μου λέει»·
- ούτε γρυ, (ενν. δεν έβγαλε, δεν είπε, δεν έκανε, δεν πρόλαβε να βγάλει, δεν πρόλαβε να κάνει, δεν πρόλαβε να πει, δεν ξέρει, δε σκαμπάζει), εντελώς τίποτα: «κατάλαβες τι είπε ο τάδε; -Ούτε γρυ || σου είπε τίποτα ο τάδε, όταν συναντηθήκατε; -Ούτε γρυ || πρόλαβε να πει τίποτα, πριν πεθάνει; -Ούτε γρυ».