γραμμένος, -η -ο, επίθ. [μτχ. του ρ. γράφω], γραμμένος. 1. που είναι πάρα πολύ  όμορφος: «συνόδευε μια κοπέλα,. που δεν μπορούσες να ξεκολλήσεις το βλέμμα σου από πάνω της, γιατί ήταν γραμμένη». Πρβλ.: πού ήσουν πέρδικα γραμμένη κι ήρθες το πρωί βρεμένη; -Ήμουνα πέρα στα πλάγια στις δροσιές και στα χορτάρια. Συνών. ζωγραφιστός. 2.(ειδικά για χείλη) που διαγράφονται λεπτά και είναι καλοσχηματισμένα: «τα γραμμένα χείλη της έβαζαν πολλούς άντρας στον πειρασμό». (Λαϊκό τραγούδι: απ’ τα χείλη σου τα γραμμένα δυο φιλιά σου μαγεμένα μου φαρμάκωσαν τη ζωή μια Κυριακή, μια Κυριακή!). 3. που έχει καταχωρηθεί σε μια λίστα, σε έναν κατάλογο: «θα εκφωνήσω τα ονόματα κι όποιος δεν είναι γραμμένος, να σηκώσει το χέρι του». 3. το ουδ. ως ουσ. το γραμμένο (βλ. λ.). (Ακολουθούν 37 φρ.)·
- είναι γραμμένο με τα πόδια, βλ. λ. πόδι·
- είναι γραμμένο στο γόνατο, βλ. λ. γόνατο·
- είναι γραμμένο στο πόδι, βλ. λ. πόδι·
- είναι γραμμένος στο τεφτέρι ή είναι γραμμένος στα τεφτέρια, βλ. λ. τεφτέρι·
- όλα τα χαρτιά είναι γραμμένα απ’ το ίδιο χέρι, βλ. λ. χέρι·
- πού το βρήκες αυτό γραμμένο; έκφραση απορίας ή έκπληξης για κάτι παράδοξο που μας λένε ή για κάτι παράλογο που μας ζητάνε: «και πού το βρήκες αυτό γραμμένο, άλλος να σου κάνει άλλος τη ζημιά κι εγώ να στην πληρώνω!». (Λαϊκό τραγούδι: πάντα με μάσκα εσύ μιλούσες κι ήθελες να ’χεις δυο αγκαλιές, μα πού το βρήκες αυτό γραμμένο εσύ να παίζεις με δυο καρδιές). Συνών. πού το γράφουν αυτό τα χαρτιά(;)·
- πού το ’δες αυτό γραμμένο; βλ. φρ. πού το βρήκες αυτό γραμμένο(;)·
- στο δίνω και γραμμένο, σου το εγγυώμαι απόλυτα: «το ότι είναι καλός άνθρωπος, στο δίνω και γραμμένο». (Λαϊκό τραγούδι: κορίτσι μου γιατί μελαγχολείς, πως σ’ αγαπώ στο δίνω και γραμμένο, σου έτυχε στο ζάρι της ζωής καλό παιδί, μα κακομαθημένο
- τα έχω γραμμένα (ενν. όλα στ’ αρχίδια μου, στον πούτσο μου, στον ψώλο μου, στην πούτσα μου, στην ψωλή μου, στο πέος μου, στο καυλί μου, στα παλιά μου τα παπούτσια, στα παλιά μου υποδήματα, στα τελευταία των υποδημάτων μου, στο παλιό μου το τεφτέρι, στου διαβόλου το κατάστιχο, εκεί που δεν πιάνει μελάνη), δε με μέλει, δε με νοιάζει για τίποτα, αδιαφορώ τελείως για όλα: «ότι και να γίνεται σήμερα στον κόσμο, τα έχω γραμμένα»·
- τα έχω γραμμένα εκεί που δεν πιάνει μελάνι (ενν. τα λόγια σου, ατά που μου λες), μελάνι·
- τα έχω γραμμένα όλα εκεί που δεν πιάνει μελάνι, βλ. λ. μελάνι·
- τα έχω γραμμένα όλα στ’ αρχίδια μου, βλ. λ. αρχίδι·
- τα έχω γραμμένα όλα στα παλιά μου τα παπούτσια, βλ. λ. παπούτσι·
- τα έχω γραμμένα όλα στα παλιά μου υποδήματα ή τα έχω γραμμένα όλα στα παλιά των υποδημάτων μου ή τα έχω γραμμένα όλα στα τελευταία των υποδημάτων μου, βλ. λ. υπόδημα·
- τα έχω γραμμένα όλα στο μουνί μου, βλ. λ. μουνί·
- τα έχω γραμμένα όλα στο παλιό μου το τεφτέρι, βλ. λ. τεφτέρι·
- τα έχω γραμμένα όλα στον πούτσο μου, στον ψώλο μου, στην πούτσα μου, στην ψωλή μου, στο πέος μου, στο καυλί μου), βλ. λ. πούτσος·
- τα έχω γραμμένα όλα στου διαβόλου το κατάστιχο, βλ. λ. διάβολος·
- τα έχω γραμμένα στ’ αρχίδια μου (ενν. τα λόγια σου, αυτά που μου λες), βλ. λ. αρχίδι·
- τα έχω γραμμένα στα παλιά μου τα παπούτσια (ενν. τα λόγια σου, αυτά που μου λες), βλ. λ. παπούτσι·
- τα έχω γραμμένα στα παλιά μου υποδήματα ή τα έχω γραμμένα στα παλιά των υποδημάτων μου ή τα έχω γραμμένα στα τελευταία των υποδημάτων μου (ενν. τα λόγια σου, αυτά που μου λες), βλ. λ. υπόδημα·
- τα έχω γραμμένα στο μουνί μου (ενν. τα λόγια σου, αυτά που μου λες), βλ. λ. μουνί·
- τα έχω γραμμένα στο παλιό μου το τεφτέρι (ενν. τα λόγια σου, αυτά που μου λες), βλ. λ. τεφτέρι·
- τα έχω γραμμένα στον πούτσο μου, στον ψώλο μου, στην πούτσα μου, στην ψωλή μου, στο πέος μου, στο καυλί μου) (ενν. τα λόγια σου, αυτά που μου λες), βλ. λ. πούτσος·
- τα έχω γραμμένα στου διαβόλου το κατάστιχο (ενν. τα λόγια σου, αυτά που μου λες), βλ. λ. διάβολος·
- τον έχω γραμμένο (ενν. στ’ αρχίδια μου, στον πούτσο μου, στον ψώλο μου, στην πούτσα μου, στην ψωλή μου, στο πέος μου, στο καυλί μου, στα παλιά μου τα παπούτσια, στα παλιά μου υποδήματα, στα τελευταία των υποδημάτων μου, στο παλιό μου το τεφτέρι, στου διαβόλου το κατάστιχο, εκεί που δεν πιάνει μελάνι), δεν τον υπολογίζω καθόλου, τον περιφρονώ τελείως, τον αγνοώ: «εσένα σ’ εκτιμώ πάρα πολύ, αλλά το φίλο σου τον έχω γραμμένο»·
- τον έχω γραμμένο εκεί που δεν πιάνει μελάνι, βλ. λ. μελάνι·
- τον έχω γραμμένο στ’ αρχίδια μου, βλ. λ. αρχίδι·
- τον έχω γραμμένο στα παλιά μου τα παπούτσια, βλ. λ. παπούτσι·
- τον έχω γραμμένο στα παλιά μου υποδήματα ή τον έχω γραμμένο στα παλιά των υποδημάτων μου ή τον έχω γραμμένο στα τελευταία των υποδημάτων μου, βλ. λ. υπόδημα·
- τον έχω γραμμένο στη μαύρη λίστα, βλ. λ. λίστα·
- τον έχω γραμμένο στο μαύρο πίνακα, βλ. λ. πίνακας·
- τον έχω γραμμένο στο μαυροπίνακα, βλ. λ. μαυροπίνακας·
- τον έχω γραμμένο στο μουνί μου, βλ. λ. μουνί·
- τον έχω γραμμένο στο παλιό μου το τεφτέρι, βλ. λ. τεφτέρι·
- τον έχω γραμμένο στο τεφτέρι, βλ. λ. τεφτέρι·
- τον έχω γραμμένο στον πούτσο μου (στον ψώλο μου, στην πούτσα μου, στην ψωλή μου, στο πέος μου, στο καυλί μου), βλ. λ. πούτσος·
- τον έχω γραμμένο στου διαβόλου το κατάστιχο, βλ. λ. διάβολος.