γούρι, το, ουσ. [<τουρκ. ugur (= καλή τύχη)· ίσως και από το λατιν. agurium <augurium]. 1. οτιδήποτε, υποτίθεται, μας φέρνει καλή τύχη: «στους διαγωνισμούς γράφει πάντα με το ίδιο στιλό, γιατί του φέρνει γούρι || εσείς λέτε ότι είναι γρουσουζιά, αλλά εμένα, όταν δω το πρωί μαύρη γάτα, μου φέρνει γούρι». 2. ως επιφών. επαναλαμβανόμενο γούρι! γούρι! επιφωνηματική έκφραση που λέγεται, όταν γίνεται από κάποιον μια μικροζημιά, για να διασκεδαστεί η άτυχη στιγμή ή για να μη στενοχωρηθεί αυτός που έκανε τη ζημιά: «όταν του ’πεσε το ποτήρι απ’ το χέρι κι έσπασε πάνω στα πλακάκια, όλοι φώναξαν γούρι! γούρι!»·
- άλλαξε το γούρι ή άλλαξε το γούρι μου, βλ. φρ. γύρισε το γούρι·
- για γούρι, για να φέρνει τύχη σε κάποιον κάτι: «κάθε φορά που ταξιδεύει, παίρνει μαζί του για γούρι ένα λαγοπόδαρο». (Λαϊκό τραγούδι: του Κυριάκου το γαϊδούρι το ’χανε όλοι για γούρι, σαν γυρνούσε στο παζάρι το ’χαν για κρυφό καμάρι
- για το γούρι, (αόριστα) για να φέρει τύχη: «έλα μωρέ, πάρ’ το για το γούρι». Πολλές φορές, της φρ. προτάσσεται το έτσι·
- για το γούρι μου, για να μου φέρει τύχη: «όπου και να πάω, παίρνω πάντα μαζί μου αυτό το μπρελόκ για το γούρι μου || όταν παίζω χαρτιά, παίρνω πάντα μαζί μου για το γούρι μου τον τάδε»·
- γύρισε το γούρι ή γύρισε το γούρι μου, ενώ για ένα χρονικό διάστημα έχανα σε κάποιο τυχερό παιχνίδι, ιδίως στα χαρτιά ή γενικά περνούσα ατυχίες και δυσκολίες, ξαφνικά άρχισα να κερδίζω ή να μου έρχονται τα πράγματα ευνοϊκά ή και το αντίθετο: «για ένα διάστημα έχανα αβέρτα, κάποια στιγμή όμως γύρισε το γούρι μου κι έτσι μπόρεσα να ρεφάρω || στην αρχή η δουλειά είχε συνέχεια προβλήματα, αλλά κάποια στιγμή γύρισε το γούρι κι όλα συνεχίστηκαν ομαλά || ενώ στην αρχή κέρδιζα συνέχεια, ξαφνικά γύρισε το γούρι μου και μέσα σε λίγη ώρα ξετινάχτηκα»·
- είναι το γούρι μου, το αντικείμενο για το οποίο γίνεται λόγος, αποτελεί για μένα πηγή καλής τύχης: «στους διαγωνισμούς γράφω πάντα με το ίδιο στιλό, γιατί είναι το γούρι μου || στο παρμπρίζ τ’ αυτοκινήτου μου έχω πάντα κρεμασμένο ένα σκυλάκι, γιατί είναι το γούρι μου». Λέγεται και για άνθρωπο: «όταν παίζω χαρτιά, παίρνω πάντα μαζί μου τον τάδε, γιατί είναι το γούρι μου·
- μου πάει γούρι, τα πράγματα στη δουλειά μου ή γενικά στη ζωή μου εξελίσσονται θετικά, ευνοϊκά: «απ’ τη μέρα που γνώρισα αυτόν τον άνθρωπο, μου πάει γούρι || κάθε φορά που μου κάνει ποδαρικό στο μαγαζί αυτός ο πιτσιρικάς, μου πάει γούρι».