γνωριμία κ. γνωριμιά, η, ουσ. [<μσν. γνωριμία <γνώριμος], η γνωριμία. 1. το πρόσωπο με το οποίο έχει κανείς κοινωνικές σχέσεις: «ο τάδε που είδες είναι παλιά μου γνωριμία απ’ το στρατό». 2. η οικειότητα: «από πού κι ως πού τόση γνωριμία με τον τάδε;»·
- δίνω γνωριμία, συστήνομαι σε κάποιον: «επειδή είναι καινούριος στο γραφείο, πήγα και του ’δωσα γνωριμία για να ξέρει ποιος είμαι»·
- έχει πολλές γνωριμίες, ξέρει πολύ κόσμο, έχει έντονες κοινωνικές σχέσεις: «αν θέλεις βοήθεια, πήγαινε στον τάδε, γιατί έχει πολλές γνωριμίες»·
- έχει υψηλές γνωριμίες, έχει σχέσεις με υψηλά ιστάμενα πρόσωπα: «αν θέλεις να τελειώσει αμέσως η δουλειά σου, πήγαινε στον τάδε, γιατί έχει υψηλές γνωριμίες»·
- κάνω γνωριμία ή κάνω γνωριμίες, βλ. φρ. πιάνω γνωριμία·
- πιάνω γνωριμία ή πιάνω γνωριμίες, δημιουργώ κοινωνικές σχέσεις με καινούριους ανθρώπους: «από πότε έπιασες γνωριμίες με τον τάδε;»·
- σε τιμή γνωριμίας, βλ. λ. τιμή.