γλαρόσουπα, η, ουσ. [<γλάρος + σούπα]·
- μη φας, θα σου ’χω γλαρόσουπα, βλ. φρ. μη φας, θα σου ’χω γλάρο, λ. γλάρος. Από το ότι, όπως και ο γλάρος, έτσι και η γλαρόσουπα δεν τρώγεται.