γκρεμοτσακίζομαι, ρ. [<γκρεμοτσακίζω <γκρεμίζω + τσακίζω]. 1.
πέφτω κάτω, ιδίως πέφτω κάτω από κάποιο ύψος και τραυματίζομαι σοβαρά ή
θανατηφόρα: «θέλησε να κρεμάσει ένα κάδρο στο σαλόνι του και γκρεμοτσακίστηκε
απ’ την καρέκλα που ήταν ανεβασμένος || ήθελε να διορθώσει την κεραία της
τηλεόρασής του και γκρεμοτσακίστηκε απ’ την ταράτσα της οικοδομής». 2.
πλησιάζω πολύ γρήγορα αυτόν που με καλεί, για να τον εξυπηρετήσω: «μόλις ζήτησα
τη βοήθειά του, γκρεμοτσακίστηκε να ’ρθει να με βοηθήσει το παιδί». 3.
κινούμαι πολύ γρήγορα, για να πραγματοποιήσω την επιθυμία κάποιου: «μόλις του
ζήτησα ένα ποτήρι κρύο νερό, γκρεμοτσακίστηκε να πάει να μου το φέρει». 4.
φεύγω, εξαφανίζομαι πολύ γρήγορα: «μόλις έμαθε πως ερχόταν να τον συναντήσει ο
αδερφός της γκόμενάς του, γκρεμοτσακίστηκε απ’ το μπαράκι κι έκανε μέρες να
φανεί || μόλις είδε από μακριά τον πατέρα του να ’ρχεται, γκρεμοτσακίστηκε στο
δωμάτιό του κι έκανε πως διάβαζε». 5. στην προστακτ. γκρεμοτσακίσου! βλ.
φρ. γκρεμοτσακίσου από δω(!). (Λαϊκό τραγούδι: της μπαμπέσας το γλυκό
φιλί θα σε πικράνει, θα σε κάνει δυστυχή, γκρεμοτσακίσου, πες της, φύγε
να χαθεί!). 6. στο γ΄ εν. πρόσ. οριστ. του παθ. αορ. γκρεμοτσακίστηκε,
έφυγε, μας απάλλαξε από την παρουσία του. Λέγεται με ανακούφιση για την
αποχώρηση κάποιου ανεπιθύμητου ατόμου ή για άτομο που κάθισε σε ένα χώρο πολύ
περισσότερο από το αναμενόμενο: «επιτέλους, γκρεμοτσακίστηκε!»·
-
γκρεμοτσακίσου από δω! (απειλητικά) εξαφανίσου! φύγε από δω!
ξεκουμπίσου(!): «γκρεμοτσακίσου από δω παλιοαλήτη!».