γκίλι, το, άκλ. ουσ. [ηχομιμητική λ.], είδος ταχταρίσματος σε μωρό, επαναλαμβανόμενο τουλάχιστο τέσσερις ή πέντε φορές με τον εξής τραγουδιστικό τρόπο: πάει λαγός να πιει νερό απ’ του (της) (ακολουθεί όνομα ή μπέμπης ή μπέμπα) το λαιμό γκίλι γκίλι γκίλι γκίλι γκίλι. Καθώς λέγεται το ταχτάρισμα, ο δείκτης και το μεσαίο δάχτυλο ξεκινούν σε μορφή βηματισμού να ανεβαίνουν από το σημείο της κοιλιάς προς το λαιμό του μωρού, και, όταν φτάσουν στο κέντρο του λαιμού, αρχίζουν με κάθε γκίλι γκίλι, που λέγεται, να κάνουν γαργαλευτικές κινήσεις. Είναι και φορές που ακούγεται μόνο ως γκίλι επαναλαμβανόμενο σε κάθε γαργαλευτική κίνηση, που γίνεται συνήθως στο λαιμό και πιο σπάνια σε άλλα σημεία του σώματος του μωρού.