γκάφα, η,
ουσ. [<γαλλ. gaffe], απερίσκεπτος λόγος, άστοχη ενέργεια ή λανθασμένος
υπολογισμός, που γίνεται από άγνοια ή επιπολαιότητα, και που εκθέτει αυτόν που
την κάνει, και πολλές φορές, έχει δυσάρεστες συνέπειες σε βάρος του ή και σε
βάρος άλλων: «οι γκάφες πληρώνονται, φίλε μου || δε χρωστάω τίποτα, να ’χω
τραβήγματα για δικές σου γκάφες»·
-
άσχημη γκάφα, βλ. φρ. χοντρή γκάφα·
-
γκάφα πρώτου μεγέθους, βλ. φρ. χοντρή γκάφα·
-
κάνω γκάφα, μιλώ απερίσκεπτα, ενεργώ άστοχα ή υπολογίζω λανθασμένα από
άγνοια ή επιπολαιότητα, πράγμα, που με εκθέτει και πολλές φορές έχει δυσάρεστες
συνέπειες σε βάρος μου ή και σε βάρος άλλων: «δεν τον παίρνω μαζί μου, γιατί
κάνει συνέχεια γκάφες και μας κάνει άνω κάτω»·
-
πέφτω σε γκάφα, βλ. φρ. κάνω γκάφα·
- χοντρή γκάφα, πολύ απερίσκεπτος λόγος, πολύ άστοχη ενέργεια ή
λανθασμένος υπολογισμός, που γίνεται από άγνοια ή επιπολαιότητα, και εκθέτει
πολύ σοβαρά αυτό που την κάνει, και πολλές φορές έχει πολύ δυσάρεστες συνέπειες
σε βάρος του ή και σε βάρος άλλων: «από μια χοντρή γκάφα κινδυνεύει να χάσει τη
θέση του».