αδερφή κ. αδελφή, η, ουσ. [θηλ. του αδερφός], η αδερφή. 1. η νοσοκόμα: «ήρθε το πρωί μια αδερφή και μου ’βαλε μια ένεση». 2. ο ομοφυλόφιλος, ο πούστης: «από μικρός έδειχνε πως θα γινόταν αδερφή». (Λαϊκό τραγούδι: δυο αδελφές μπήκαν στο μπαρ και ψάχνουν για κορίτσια και μόλις δουν αρσενικό την πέφτουνε στα ίσια). 3. ειρωνική, υποτιμητική ή φιλική προσφώνηση σε άντρα χωρίς να είναι πούστης: «έλα δω, ρε αδερφή, ποιος σου ’δωσε το δικαίωμα να μπεις μέσα || πού είσαι, ρε αδερφή, και σε ψάχνω;». Συνών. σορέλα. Υποκορ. αδερφούλα και αδερφίτσα. Ακούγεται και αδρεφή, η·  
- αδερφές ψυχές, λέγεται για δυο άντρες ή για δυο γυναίκες που συνδέθηκαν απόλυτα με μεγάλη φιλία, ή λέγεται για ζευγάρι που συνταίριαξε απόλυτα ερωτικά: «χρόνια τώρα είναι αδερφές ψυχές»·
- αδερφή με στρίφωμα, πούστης, που όχι μόνο δεν κρύβει την ιδιότητά του αλλά και την προβάλλει με κάθε τρόπο, μέχρι και που να μιμείται τέλεια τις κινήσεις ή τη συμπεριφορά της γυναίκας: «είναι τέτοια αδερφή με στρίφωμα, που ώρες ώρες δεν μπορείς να την ξεχωρίσεις από γυναίκα»·
- αδερφή ξεφωνημένη ή ξεφωνημένη αδερφή, πούστης, που είναι σε όλους γνωστή η ιδιότητά του λόγω της προκλητικής ή ενοχλητικής του συμπεριφοράς, πράγμα που αναγκάζει πολλές φορές τον κόσμο να τον ξεφωνίζει: «δεν είχαμε κανένα πρόβλημα να τον βάλουμε στην παρέα μας, αλλά είναι ξεφωνημένη αδερφή, κι όσο να ’ναι μας ενοχλεί»·
- αδερφή του ελέους, νοσοκόμα, α. μέλος ρωμαιοκαθολικής αδελφότητας γυναικών, που προσφέρουν κοινωνικό έργο στον ιατρικό ή εκπαιδευτικό χώρο: «οι αδερφές του ελέους πρόσφεραν με αυταπάρνηση τις υπηρεσίες τους κατά τη διάρκεια του τελευταίου μεγάλου πολέμου». β. (ειρωνικά) λέγεται για άντρα ή γυναίκα με φιλάνθρωπα αισθήματα, που πολλές φορές πέφτουν θύματα εκμετάλλευσης από επιτήδειους: «έχουμε στη γειτονιά μας τον τάδε, που είναι αδερφή του ελέους και δεν αφήνει κανέναν αβοήθητο || άκου να σου πω, δεν είμαι γω αδερφή του ελέους για να λύνω κάθε τόσο τα προβλήματά σου». γ. (ειρωνικά) ο ομοφυλόφιλος, ο πούστης: «τόσο όμορφο παλικάρι και να ’ναι αδερφή του ελέους!». δ. (ειρωνικά) η πόρνη: «στη γειτονιά προσποιείται τη χαμηλοβλεπούσα, αλλά είναι σε όλους μας γνωστό πως είναι αδερφή του ελέους»·
- αδερφή του κερατά, ο πολύ μεγάλος πούστης: «υπάρχουν κι άλλες αδερφές στην πόλη μας, αλλά τέτοια αδερφή του κερατά πρώτη φορά γνωρίζω στη ζωή μου!»·
- στο βρακί της αδερφής σου, βλ. λ. βρακί·
- της αδερφής σου το μπουγαδοκόφινο, βλ. λ. μπουγαδοκόφινο.