γιατρικό, το, ουσ. [ουδ. του αρχ. επιθ. ἰατρικός]. 1. το φάρμακο: «μην ξεχάσεις να πάρεις το γιατρικό σου!». (Λαϊκό τραγούδι: δεν είναι βόας ούτε κροταλίας μα το φιδάκι μου το μαγικό και γύρω κόσμος πάσης ηλικίας για ν’ αγοράσουν απ’ το γιατρικό). 2. καθετί που είναι ανακουφιστικό ή ευχάριστο στις αισθήσεις μας: «τα λόγια του ήταν γιατρικό για μένα». (Λαϊκό τραγούδι: σταμάτα πια τα δάκρυα, της πίκρας το κατάντι κι έχει ο καιρός το γιατρικό, τον πόνο σου να γιάνει
- βρίσκω γιατρικό, βρίσκω φάρμακο ή τρόπο για να γιατρέψω ή να απαλύνω κάποιο ψυχικό μου πόνο: «τις πιο πολλές φορές ο άρρωστος βρίσκει μόνος του γιατρικό για το στομάχι του || απ’ τη μέρα που χώρισε, βρήκε γιατρικό στο ποτό». (Λαϊκό τραγούδι: αφού εμένα αρνήθηκε και σ’ άλλον τώρα πάει ο πόνος βρίσκει γιατρικό τραγούδια να χτυπάει
- δεν υπάρχει γιατρικό, δεν υπάρχει φάρμακο, τρόπος για να γιατρέψει ή να απαλύνει κανείς κάποιο ψυχικό του πόνο: «έχει τέτοια αρρώστια, που δεν υπάρχει γιατρικό || απ’ τη στιγμή που μπλέκει κανείς με τα ναρκωτικά, δεν υπάρχει γιατρικό». (Λαϊκό τραγούδι: για μια γυναίκα έχω γίνει σαν τρελός και δεν υπάρχει γιατρικό για τον καημό μου).