γιαράς, ο,
ουσ. [<τουρκ. yara (= πληγή, τραύμα)]·
-
γίνομαι κακός γιαράς, (στη γλώσσα της αργκό) γίνομαι ενοχλητικός,
φορτικός σε κάποιον και του δημιουργώ συνέχεια μπελάδες ή δύσκολες καταστάσεις
που τον ζημιώνουν: «απ’ τη μέρα που τον γνώρισα, μου ’γινε κακός γιαράς»·
-
έχω κακό γιαρά, (στη γλώσσα της αργκό) έχω ανεκπλήρωτη επιθυμία που με
βασανίζει, έχω αγιάτρευτο ψυχικό πόνο από ανεκπλήρωτο πόθο μου: «έχει κακό
γιαρά, που δεν μπήκε και φέτος ο γιος του στο πανεπιστήμιο».