γιαίνω, ρ. [<μσν. γιαίνω <αρχ. ὑγιαίνω], γιαίνω, θεραπεύω. 1. αντιμετωπίζω κάτι ριζικά: «ποιος θα μπορέσει σήμερα να γιάνει την κοινωνία μας απ’ όλα όσα μας πληγώνουν και μας ταλαιπωρούν;». (Λαϊκό τραγούδι: Χάρε με το δρεπάνι σου, έμπα στο φτωχικό μου, μόνο το μνήμα το βαθύ θα γιάνει το χτικιό μου). 2. θεραπεύω, θεραπεύομαι ψυχικά, ερωτικά: «έχει τέτοια αρρώστια, που κανένας γιατρός δεν μπορεί να τη γιάνει». (Λαϊκό τραγούδι: μάγισσες φέρτε βότανα τον πόνο μου να γιάνω την έπαθα κι αγάπησα, μα δεν το ξανακάνω // απόψ’ έλα κοντά μου τσιγγάνα στον οντά μου, έλα να με γιάνεις και τον καιρό μην χάνεις).
- ποιος να φάει, ποιος να γιάνει, α. λέγεται για φαγητό που είναι πάρα πολύ λίγο: «πάμε να φάμε στο εστιατόριο, γιατί με το φαγητό που υπάρχει στο σπίτι ποιος να φάει, ποιος να γιάνει». β. χαρακτηρίζει και πολύ φτωχή οικογένεια: «σκοτώνεται όλη τη μέρα στη δουλειά για να τα φέρει βόλτα στο σπιτικό του, αλλά ποιος να φάει, ποιος να γιάνει».