γάμπια, η, ουσ. [<ιταλ. gabbia], είδος ναυτικού πανιού·
- στέκω αλά γάμπια, (στη γλώσσα της αργκό) κάνω ανακωχή: «όταν στέκω αλά γάμπια, τότε βγαίνεις και κοκορεύεσαι!».