βρομώ κ. βρομάω, ρ. [<αρχ. βρομέω -ῶ <βρόμος], βρομώ. 1. (στη γλώσσα της αργκό) αποκαλύπτω μυστικό ή απάτη, προδίδω: «ποιος βρόμισε στη γυναίκα μου πως έχω γκόμενα την τάδε;». 2. διαδίδω: «βρόμισε στην πιάτσα πως θ’ ανέβαλαν το διαγωνισμό, κι επειδή τον πίστεψαν και δεν πήγε κανένας, πήρε τη δουλειά». 3α. στο γ΄ πρόσ. βρομάει, υπάρχει σε αφθονία: «βρομάει η αγορά απ’ το είδος που σκέφτεσαι να εισάγεις». β. (για υποθέσεις ή καταστάσεις) υπάρχουν σοβαρές υπόνοιες ότι πίσω τους κρύβεται κάποια απάτη, κάποια διαφθορά ή ανηθικότητα: «φαίνεται καθαρά πως η υπόθεση βρομάει, γι’ αυτό και ο εισαγγελέας επενέβη αυτεπάγγελτα». (Ακολουθούν 44 φρ.)·
- απ’ όπου κι αν τον πιάσεις, βρομάει, βλ. λ. πιάνω·
- βρομά η δουλειά, βλ. λ. δουλειά·
- βρομάει και ζέχνει, (για πρόσωπα) α. είναι παρά πολύ ακάθαρτος, πάρα πολύ βρόμικος, και για το λόγο αυτό αναδύει αφόρητη δυσοσμία: «μόλις καθίσει δίπλα σου, σου κόβεται η αναπνοή, γιατί βρομάει και ζέχνει». β. είναι αισχρός, ανήθικος, πρόστυχος, διεφθαρμένος: «αν σε δουν να κάνεις παρέα μ’ αυτόν, που βρομάει και ζέχνει, θα πουν ότι κι εσύ είσαι το ίδιο κουμάσι!». γ. (για χώρους) υπάρχει μεγάλη βρομιά, μεγάλη ακαθαρσία, και για το λόγο αυτό να αναδύει αφόρητη δυσοσμία: «δεν είναι να μείνεις στιγμή κάτω στο υπόγειο, γιατί βρομάει και ζέχνει»·
- βρομάει μπαρούτι, βλ. λ. μπαρούτι·
- βρομάει μπαρουτίλα, μπαρουτίλα·
- βρομάει πτωμαΐνη, βλ. λ. πτωμαΐνη·
- βρομάει σαν λέσι, βλ. λ. λέσι·
- βρομάνε τα χνότα του, βλ. λ. χνότο·
- βρομάνε τα χνότα του απ’ την πείνα, βλ. λ. χνότο
- βρόμισε η δουλειά, βλ. λ. δουλειά·
- βρόμισε τη δουλειά, βλ. λ. δουλειά·
- η μια της βρομάει (κι) η άλλη της μυρίζει, βλ. λ. μυρίζω·
- η μια της βρομάει (κι) η άλλη της ξινίζει, βλ. λ. ξινίζω·
- η μια του βρομούσε (κι) η άλλη του μύριζε, βλ. λ. μυρίζω·
- η μια του βρομούσε (κι) η άλλη του ξίνιζε, βλ. λ. ξινίζω·
- η πορδή κι αν δε βρομάει, πάντα πορδή είναι, βλ. λ. πορδή·
- μέχρι να κουνήσει το ένα του πόδι, βρομάει τ’ άλλο ή μέχρι να σηκώσει το ένα του πόδι, βρομάει τ’ άλλο, βλ. λ. πόδι·
- μέχρι να σηκώσει το δεξί του, βρομάει τ’ αριστερό του (ενν. το πόδι), βλ. λ. δεξί·
- ο ένας της βρομούσε (κι) ο άλλος της μύριζε, βλ. λ. μυρίζω·
- ο ένας της βρομούσε (κι) ο άλλος της ξίνιζε, βλ. λ. ξινίζω·
- ο ένας του βρομάει (κι) ο άλλος του μυρίζει, βλ. λ. μυρίζω·
- ο ένας του βρομάει (κι) ο άλλος του ξινίζει, βλ. λ. ξινίζω·
- ο μουσαφίρης και το ψάρι, την τρίτη μέρα βρομάνε, βλ. λ. μουσαφίρης·
- όλα του βρομάνε, δε μένει ποτέ ευχαριστημένος, ικανοποιημένος, δεν ευχαριστιέται, δεν ικανοποιείται με τίποτα: «κουράστηκα να κάνω παρέα μαζί του, γιατί όλα του βρομάνε και συνέχεια γκρινιάζει»·
- όποιον δεν τον αγαπούν και τα χνότα του βρομούν, βλ. λ. χνότο·
- όσο τα σκαλίζεις βρομάνε, βλ. λ. όσος·
- πέρσι έκλασε, φέτος βρόμισε, βλ. λ. πέρσι·
- πέρσι ψόφησε, φέτος βρόμισε, βλ. λ. πέρσι·
- πότε η μια της βρομάει κι (και πότε) η άλλη της μυρίζει, βλ. λ. μυρίζω·
- πότε η μια της βρομάει κι (και πότε) η άλλη της ξινίζει, βλ. λ. ξινίζω·
- πότε η μια του βρομούσε κι (και πότε) η άλλη του μύριζε, βλ. λ. μυρίζω·
- πότε η μια του βρομούσε κι (και πότε) η άλλη του ξίνιζε, βλ. λ. ξινίζω·
- πότε ο ένας της βρομούσε κι (και πότε) ο άλλος της μύριζε, βλ. λ. μυρίζω·
- πότε ο ένας της βρομούσε κι (και πότε) ο άλλος της ξίνιζε, βλ. λ. ξινίζω·
- πότε ο ένας του βρομάει κι (και πότε) ο άλλος του μυρίζει, βλ. λ. μυρίζω·
- πότε ο ένας του βρομάει κι ( και πότε) ο άλλος του ξινίζει, βλ. λ. ξινίζω·
- πότε το ένα του βρομάει και (και πότε) τ’ άλλο του μυρίζει, βλ. λ. μυρίζω·
- πότε το ένα του βρομάει και (και πότε) τ’ άλλο του ξινίζει, βλ. λ. ξινίζω·
- το ένα της βρομάει (και) τ’ άλλο της μυρίζει, βλ. λ. μυρίζω·
- το ένα της βρομάει (και) τ’ άλλο της ξινίζει, βλ. λ. ξινίζω·
- το ένα του βρομάει (και) τ’ άλλο του μυρίζει, βλ. λ. μυρίζω·
- το ένα του βρομάει (και) τ’ άλλο του ξινίζει, βλ. λ. ξινίζω· 
- το ψάρι βρομάει απ’ το κεφάλι, βλ. λ. ψάρι·
- ώσπου να κουνήσει το ένα του πόδι, βρομάει τ’ άλλο ή ώσπου να σηκώσει το ένα του πόδι, βρομάει τ’ άλλο, βλ. λ. πόδι.