βρισίδι, το, ουσ. [<βρισιά + κατάλ. -ίδι], το ακατάσχετο υβρεολόγιο: «τον άρχισε στο βρισίδι κι ο άλλος έφυγε όπως όπως». (Τραγούδι: συνωστισμός και στριμωξίδι και πού και πού λίγο βρισίδι
- τον στρώνω στο βρισίδι, τον καθυβρίζω σε διάρκεια: «μόλις έμαθε ο πατέρας του πως γυρνούσε με τους αλήτες, τον έστρωσε στο βρισίδι και τον άκουσε όλη η γειτονιά»·
- του πατώ ένα βρισίδι, τον καθυβρίζω: «τον κάλεσε στο γραφείο του και του πάτησε  ένα βρισίδι, που δεν μπόρεσε ν’ ανοίξει το στόμα του ο δικός σου»·
- του περνώ ένα βρισίδι, βλ. φρ. του πατώ ένα βρισίδι·
- του ρίχνω ένα βρισίδι, βλ. φρ. του πατώ ένα βρισίδι·
- του τραβώ ένα βρισίδι, βλ. φρ. του πατώ ένα βρισίδι.