βρέχω, ρ. [<αρχ. βρέχω (= μουσκεύω)], βρέχω· απρόσ. βρέχει, α. ρίχνει βροχή. (Λαϊκό τραγούδι: μη μου κρατάς κλειστή την πόρτα, βρέχει ο Θεός και θα βραχώ). β. ρίχνει σε μορφή βροχής: «βρέχει ευρώ». (Ακολουθούν 30 φρ.)·
- αλλού βρέχει, βλ. συνηθέστ. πέρα βρέχει·
- αλλού βρέχει και βροντά, βλ. συνηθέστ. πέρα βρέχει·
- αν δε βρέξει, θα στάξει ή αν δε βρέξει, θα ψιχαλίσει, συγκρατημένη αισιοδοξία για πραγματοποίηση εμπορικών συναλλαγών στην αγορά, αν όχι για κέρδος, τουλάχιστο τόσο, όσο για να βγούνε τα έξοδα: «όσο κι αν δεν έχει δουλειά, αν δε βρέξει, θα στάξει»·
- αν δε βρέξεις τα πόδια σου, δεν πιάνεις ψάρια ή αν δε βρέξεις τα πόδια σου, δεν τρως ψάρια, βλ. λ. πόδι·
- αν δε βρέξεις τον κώλο σου, δεν πιάνεις ψάρια ή αν δε βρέξεις τον κώλο σου, δεν τρως ψάρια, βλ. λ. κώλος·
- αν δεν αστράψει, δε βροντά κι αν δε βροντά, δε βρέχει, βλ. λ. αστράφτω·
- βρέξει δε βρέξει, σε κάθε περίπτωση, οπωσδήποτε: «περίμενέ με στο τάδε μπαράκι και θα περάσω να σε πάρω βρέξει δε βρέξει». (Λαϊκό τραγούδι: είπε πως θα ’ρθει στις οκτώ ντακόρ βρέξει δε βρέξει, γιατί έχω απόψε ραντεβού το πρώτο πρώτο ραντεβού και στήθηκα απ’ τις έξι
- βρέξει χιονίσει ή χιονίσει βρέξει, σε κάθε περίπτωση, σε κάθε περίσταση, οπωσδήποτε: «αφού στο υποσχέθηκε, θα ’ρθει βρέξει χιονίσει»·
- βρέχει καλαπόδια, βλ. λ. καλαπόδι·
- βρέχει καρεκλοπόδαρα, βλ. λ. καρεκλοπόδαρο·
- βρέχει κοτρόνες, βλ. λ. κοτρόνα·
- βρέχει με το κανάτι, βλ. λ. κανάτι1·
- βρέχει με το τουλούμι, βλ. λ. τουλούμι·
- βρέχει χιονίζει, η καραβάνα γεμίζει, βλ. λ. καραβάνα·
- βρέχω το λαρύγγι μου, βλ. λ. λαρύγγι·
- δε βρέχει απάνω του, δεν έχει από πουθενά κάποια οικονομική υποστήριξη, κάποιο μόνιμο έσοδο: «απ’ ό,τι ξέρω, δε βρέχει απάνω του και τη βγάζει με διάφορες δουλειές του ποδαριού». Πρβλ. αν δε βρέξει, θα στάξει· 
- θα βρέξει, (στη νεοαργκό) βλ. φρ. θα στις βρέξω·
- θα στις βρέξω, (απειλητικά ή προειδοποιητικά) θα σε δείρω, θα σε ξυλοφορτώσω: «κάτσε φρόνιμα, γιατί θα στις βρέξω». (Λαϊκό τραγούδι: φιρί φιρί το πας και θα σου τις βρέξω,στα νεύρα με χτυπάς φιρί φιρί το πας
- και ό,τι βρέξει, ας κατεβάσει, βλ. λ. ό,τι·
- όσα βρέχει ο ουρανός, η γη τα καταπίνει, βλ. λ. γη·
- πάμε να το βρέξουμε! (ενν. το λαρύγγι μας, το χείλι μας), πάμε για να οινοποσία, πάμε να πιούμε οινοπνευματώδη ποτά, ιδίως για να γιορτάσουμε κάποιο γεγονός: «τώρα που πήρες το πτυχίο σου, πάμε να το βρέξουμε || αν πίνεις, έλα μαζί μας, γιατί εμείς πάμε να το βρέξουμε »·
- πέρα βρέχει, βλ. λ. πέρα·
- ράβδος εν γωνία, άρα βρέχει, βλ. λ. ράβδος·
- στο Λονδίνο βρέχει, βλ. λ. Λονδίνο·
- στον καταραμένο τόπο το Μάη μήνα βρέχει, βλ. λ. Μάης·
- τα βρέχω (ενν. βρακιά μου) ή το βρέχω (ενν. το βρακί μου), κατουριέμαι επάνω μου από δειλία, φόβο ή τρόμο: «ας τον έβλεπες κι εσύ έτσι αγριεμένο και σου λέω τότε αν δε τα ’βρεχες»·
- της βρέχει, (στη γλώσσα της αργκό για γυναίκα), έχει τα έμμηνά της, την περίοδο της, τα ρούχα της: «κάθε φορά που της βρέχει, έχει πόνους στην κοιλιά»·
- το βρέξαμε, ήπιαμε ποτό για την επισφράγιση μιας προφορικής ή γραπτής συμφωνίας: «μόλις έπεσαν οι υπογραφές, το βρέξαμε για τα καλό της συμφωνίας μας». Πρβλ.: τ’ αλισβερίσι μέσ’ στο μπαρ έχει φουντώσει κι η πόρνη ακουμπά το χρήμα στον προστάτη, οι συμφωνίες βρέχονται με ουίσκι, πριν καταλήξουν, όπως πάντα,
- το βρέχω (ενν. το λαρύγγι μου, το χείλι μου), είμαι πότης: «δεν περνάει μέρα που να μην το βρέξω || έχουμε μια ωραία παρέα και κάθε βράδυ πάμε και το βρέχουμε»·
- τον έχω μη βρέξει και μη στάξει ή τον έχω μη στάξει και μη βρέξει, βλ. λ. στάζω·
- του τις βρέχω, τον δέρνω, τον ξυλοκοπώ: «έκανε πάλι αταξίες, κι ο πατέρας του μέσα του τις βρέχει». (Λαϊκό τραγούδι: άιντε, τον Μποχόρη τον εμπλέξαν στα στενά και του τις βρέξαν, και του κάναν το γκιουλέκα άιντε, και του πήραν κι άλλα δέκα).