βρακοζώνα, η κ. βρακοζώνι, το, ουσ.  [<βρακί + ζώνη], η βρακοζώνα·
- πότε ο Γιάννης βρακί και τώρα βρακοζώνα; βλ. λ. Γιάννης·
- τον έχει δεμένο στη βρακοζώνα της, βλ. συνηθέστ. τον έχει στο βρακί της, λ. βρακί.