βούρκος, ο, ουσ. [<μσν. τα βοῦρκα και βοῦλκος, άγν. ετυμολ.], ο βούρκος. 1. η έσχατη ανηθικότητα, η έσχατη διαφθορά. (Λαϊκό τραγούδι: είμ’ ένα κορμί χαμένο ένας άσωτος υιός, απ’ το σπίτι μου φευγάτος κι απ’ τον τόπο μου μακριά, κάθε μέρα κατεβαίνω μες το βούρκο πιο βαθιά). 2. (στη γλώσσα της αργκό) ο πρωκτός: «όσο όμορφη και να ’ναι, δεν τονε βάζω στο βούρκο της». Από παρομοίωση των κοπράνων, που αποβάλλονται από τον πρωκτό με τα λύματα των κατοικημένων περιοχών· 
- έπεσε σε βούρκο ή έπεσε στο βούρκο, έχει διαφθαρεί εντελώς, έγινε εντελώς ανήθικος: «έμπλεξε με κάτι παλιοπαρέες κι έπεσε στο βούρκο χωρίς να το καταλάβει». Πολλές φορές, η φρ. κλείνει με το της ακολασίας·
- ζει στο βούρκο, βλ. φρ. έπεσε στο βούρκο· 
- κυλίστηκε σαν γουρούνι στο βούρκο ή κυλίστηκε σαν το γουρούνι στο βούρκο, βλ. λ. γουρούνι·
- κυλώ στο βούρκο ή κυλιέμαι στον βούρκο, διαφθείρομαι εντελώς, γίνομαι εντελώς ανήθικος: «έμπλεξε με κακές παρέες και τον κύλησαν στο βούρκο». (Λαϊκό τραγούδι: κι αν τσαλαπάτημα είμαι καθενός και μες στο βούρκο, που με πέταξες, κυλιέμαι, μα είναι και Θεός που βλέπει από ψηλά και με τη σκέψη πια αυτή παρηγοριέμαι). Πολλές φορές, η φρ. κλείνει με το της ακολασίας.