βουλή, η, ουσ. [<αρχ. βουλή], συνήθως στον πλ. οι βουλές, η θέληση, η απόφαση: «δεν μπορεί να έχει κανείς εμπιστοσύνη στις βουλές των ανθρώπων»·
- ανεξερεύνητες οι βουλές του Υψίστου ή άγνωστες οι βουλές του Υψίστου, κανείς δε γνωρίζει, δεν μπορεί να γνωρίζει τη θέληση, την απόφαση του Θεού: «εγώ θα παλέψω όσο μπορώ, δεν ξέρω όμως αν πετύχω ή δεν πετύχω στη δουλειά μου, γιατί άγνωστες οι βουλές του Υψίστου».