βόλτα, η, ουσ. [<ιταλ. volta], η βόλτα. 1α. ο γύρος, η στροφή, η περιστροφή: «δεν μπορεί να πάρει άλλη βόλτα η βίδα, γιατί έσφιξε καλά». β. η χορευτική στροφή: «με την πρώτη βόλτα του ζαλίστηκε κι έπεσε στην πίστα». (Λαϊκό τραγούδι: και στη στερνή τη βόλτα και στη στερνή πενιά χάθηκε σα σκοτάδι μέσα στη σκοτεινιά).2. ο χώρος ή η περιοχή που έχει καθιερωθεί για περίπατο και αυτός ο ίδιος ο περίπατος: «αν ψάχνεις τον τάδε, μου είπαν πως τον είδαν στη βόλτα». (Λαϊκό τραγούδι: καρροτσιέρη, να δυο λίρες για τσοι βόλτες που μας πήρες)· βλ. και λ. νυφοπάζαρο. 3. η πετονιά του ψαρέματος: «στην άκρη της βόλτας έδεσε τ’ αγκίστρι του». 4. φορά: «την επόμενη βόλτα, θ’ αναλάβω εγώ τα έξοδα». Υποκορ. βολτίτσα, η και βολτούλα, η (βλ. λ.). (Ακολουθούν 37 φρ.)·
- άμα (αν) δε γουστάρεις, τη βόλτα σου ή άμα (αν) δε σου γουστάρει, τη βόλτα σου, αν δε σου αρέσει ή αν δε συμφωνείς με αυτό που λέω ή με αυτό που θέλω, με τον τρόπο που ενεργώ ή συμπεριφέρομαι, τότε σήκω και φύγε: «θα πάω να βρω την παρέα μου στα μπουζούκια. Άμα γουστάρεις έρχεσαι, άμα δε γουστάρεις, τη βόλτα σου || θα είναι και ο τάδε μαζί σας; -Αν δε σου γουστάρει, τη βόλτα σου»·
- άμα (αν) δε σ’ αρέσει, τη βόλτα σου, βλ. φρ. άμα (αν) δε γουστάρεις, τη βόλτα σου·
- βγαίνω βόλτα, βλ. φρ. πάω βόλτα·
- δίνω μια βόλτα ή δίνω τη βόλτα μου, βλ. φρ. φέρνω μια βόλτα·
- δίνω τις βόλτες μου, βλ. φρ. φέρνω τις βόλτες μου·
- δώσ’ του να πάρει μια βόλτα, κάν’ το να πάρει μια στροφή, μια περιστροφή: «εγώ θα κρατώ κόντρα από δω κι εσύ δώσ’ του μια βόλτα!»·
- κάνε τη βόλτα σου, (απειλητικά ή προειδοποιητικά) απομακρύνσου, φύγε, μην ενδιαφέρεσαι: «γιατί είναι τόσος κόσμος μαζεμένος εκεί πέρα, ρε φίλε; -Κάνε τη βόλτα σου». Συνήθως της φρ. προτάσσεται το ρε·
- κάνω βόλτα ή κάνω τη βόλτα μου, α. περπατώ για ευχαρίστηση σε χώρο αναψυχής: «κάθε απόγευμα κάνω βόλτα στην παραλία || αν δεν κάνω τη βόλτα μου κάθε απόγευμα, δεν ησυχάζω». (Λαϊκό τραγούδι: θα σε κάνω όλο βόλτα θα περνάμ’ ζωή και κότα, θα γλεντάμε στην Αθήνα με βιολιά και με ρετσίνα). β. περιφέρομαι: «όταν έχω καιρό, κάνω τη βόλτα μου στις βιτρίνες των μαγαζιών έτσι για ενημέρωση». (Δημοτικό τραγούδι: το φεγγάρι κάνει βόλτα στης αγάπης μου την πόρτα
- κάνω βόλτες, α. περιφέρομαι στους δρόμους χωρίς σκοπό: «όταν δεν έχω δουλειά, κάνω βόλτες μέσα στην πόλη || ποιος να ξέρει πού κάνει βόλτες μέχρι τέτοια ώρα!». (Λαϊκό τραγούδι: τώρα στους δρόμους κάνεις βόλτες,με παγωμένη κι άδεια καρδιά. Μα θα σου φαίνονται βαριές οι πόρτες, που θα σε δέχονται κάθε βραδιά). β. περιφέρομαι γύρω από ένα σημείο: «το γεράκι έκανε βόλτες πάνω απ’ τα κεφάλια μας». (Λαϊκό τραγούδι: το φεγγάρι κάνει βόλτες στης κυράς μου τα μαλλιά, παίξε Τσιτσάνη μου το μπουζουκάκι να θυμηθούμε τα παλιά)· βλ. και φρ. φέρνω βόλτες·
- κάνω μια βόλτα ή κάνω τη βόλτα μου, βλ. φρ. φέρνω μια βόλτα·
- κάνω τη βόλτα μου, φεύγω, απομακρύνομαι: «βαρέθηκα τόσες ώρες στο καφενείο κι είπα να κάνω τη βόλτα μου»·
- κάνω τις βόλτες μου, βλ. φρ. φέρνω τις βόλτες μου·
- κόβω βόλτες, α. περιφέρομαι, τριγυρνώ άσκοπα στους δρόμους: «όλο τ’ απόγευμα έκοβε βόλτες μέσα στην πόλη». β. απομακρύνομαι και επιστρέφω συνέχεια στο ίδιο μέρος: «όλο το πρωί έκοβε βόλτες κάτω απ’ το παράθυρο της». (Λαϊκό τραγούδι: άλλοι κόβουν βόλτες στο φεγγάρι κι ο Μαθιός τσαρούχι και ταγάρι
- παίρνω βόλτα, επισκέπτομαι διαδοχικά κάποιους ή κάποιους χώρους: «πήρε βόλτα τους φίλους του κι άρχισε να τους ζητάει να τον βοηθήσουν || αναγκάστηκα να πάρω βόλτα τα μπαράκια για να σε βρω». (Λαϊκό τραγούδι: τις ταβέρνες όλες βόλτα θα τις πάρω και θα πιω και θ’ αρχίσω σαν και πρώτα πάλι να μεθώ)· 
- παίρνω μια βόλτα ή παίρνω τη βόλτα μου, βλ. φρ. φέρνω μια βόλτα. (Λαϊκό τραγούδι: πάρε τη βόλτα σου κι έλα κοντά μου, να σε χορτάσω με τα φιλιά μου
- παίρνω τη βόλτα μου, απομακρύνομαι από κάπου, φεύγω: «κάθε φορά που βλέπω ν’ αγριεύουν τα πράγματα σε μια παρέα, παίρνω τη βόλτα μου»·
- παίρνω την κάτω βόλτα, α. καταστρέφομαι οικονομικά, ηθικά, ψυχικά ή σωματικά: «απ’ τη μέρα που πήρε την κάτω βόλτα, δεν έχει λεφτά ούτε για τα τσιγάρα του || απ’ τη μέρα που πέθανε ο πατέρας του, πήρε την κάτω βόλτα». (Λαϊκό τραγούδι: πήραμε την κάτω βόλτα, όμορφή μου Παναγιώτα, όμορφή μου Παναγιώτα, Γιώτα μου γλυκιά). β. χάνω την υγεία μου, αδυνατίζω, αρρωσταίνω: «οι γιατροί ανησυχούν έντονα, γιατί πήρε την κάτω βόλτα»·
- παίρνω την πάνω βόλτα, αναλαμβάνω οικονομικά, ηθικά, ψυχικά ή σωματικά: «μ’ ένα λαχειάκι που του ’πεσε, πήρε αμέσως την πάνω βόλτα ο άνθρωπος || όταν βγήκε απ’ το νοσοκομείο, ήταν σαν τσίρος, τώρα όμως με το φαγητό που έκανε πήρε πάλι την πάνω βόλτα»·
- παίρνω τις βόλτες μου, βλ. φρ. φέρνω τις βόλτες μου·
- πάρε τη βόλτα σου, (απειλητικά ή προειδοποιητικά), βλ. φρ. κάνε τη βόλτα σου·
- πάω βόλτα, περπατώ για ευχαρίστηση σε κάποιο χώρο αναψυχής: «κάθε απόγευμα πάω βόλτα στην παραλία»·
- ρίχνω μια βόλτα ή ρίχνω τη βόλτα μου, κάνω μια χορευτική στροφή, ιδίως σε ζεϊμπέκικο και κατ’ επέκταση χορεύω: «πάνω στο κέφι σηκώθηκε κι αυτός κι έριξε μια βόλτα». (Λαϊκό τραγούδι: ρίξε μια βόλτα παλικάρι ν’ αναστενάξει το πατάρι)·
- ρίχνω τις βόλτες μου, χορεύω, ιδίως ζεϊμπέκικο χορό: «μόλις ήρθε στο τσακίρ κέφι, σηκώθηκε κι αυτός κι έριξε τις βόλτες του». (Λαϊκό τραγούδι: μέσ’ στην πίστα θα χιμήξω, βρε καρδούλα μου, και τις βόλτες μου θα ρίξω, ωχ, μανούλα μου)·
- τα φέρνω βόλτα, αντεπεξέρχομαι στις δύσκολες καταστάσεις, στις δυσκολίες της ζωής, ιδίως κατορθώνω και κερδίζω τα προς το ζην: «μπορεί να περνάει δυσκολίες, αλλά καταφέρνει και τα φέρνει βόλτα || δεν άφησε ποτέ το σπίτι του νηστικό, γιατί πάντα τα φέρνει βόλτα»·
- τη φέρνω βόλτα, (για γυναίκες) την ξεγελώ και της επιβάλλω τη σεξουαλική πράξη: «της έταξε λαγούς με πετραχήλια, ώσπου την έφερε βόλτα την αγαθιάρα»·
- της δίνω τη βόλτα της, (ειρωνικά) διαλύω τον ερωτικό δεσμό που είχα μαζί της, διαλύω το γάμο μου, τη διώχνω: «αφού δεν έλεγε να βάλει μυαλό, της έδωσα τη βόλτα της»·
- τον βγάζω βόλτα, τον οδηγώ ή τον συνοδεύω στον περίπατο: «επειδή ο παππούς πάσχει από την καρδιά του, όταν ο καιρός είναι καλός, τον βγάζω βόλτα στην παραλία»·
- τον κάνω βόλτα, βλ. φρ. τον βγάζω βόλτα·
- τον πάω βόλτα, βλ. φρ. τον βγάζω βόλτα·
- τον πήρε η κάτω βόλτα, α. καταστράφηκε οικονομικά: «έκανε επικίνδυνα ανοίγματα στη δουλειά του, ώσπου τον πήρε η κάτω βόλτα». Συνών. τον πήρε η μπάλα / τον πήρε η μπόρα / τον πήρε το ποτάμι. β. χειροτερεύει η ψυχική ή σωματική του κατάσταση: «απ’ τη μέρα που έπιασε τη γυναίκα του με γκόμενο, τον πήρε η κάτω βόλτα || μεγάλωσε ο πατέρας μου και τον πήρε η κάτω βόλτα». Συνών. τον πήρε η κάτω βόλτα / τον πήρε η μπάλα / τον πήρε η μπόρα·
- τον φέρνω βόλτα, α. τον ξεγελώ, τον πείθω: «από δω τον είχε, από κει τον είχε, τον έφερε βόλτα και του πήρε τα δανεικά». (Λαϊκό τραγούδι: μια γυναίκα σε φέρνει βόλτα και σ’ έχει κάνει να κλαις, κάνε πέρα γυναίκες θα ’βρεις να σ’ αγαπήσουν πολλές). β. τον γυροφέρνω για κάποιο σκοπό: «μέρες τώρα τον φέρνει βόλτα για να του πάρει κάτι δανεικά». (Λαϊκό τραγούδι: τι θέλεις στο κορίτσι μου κι όλο το φέρνεις βόλτα; κι αν ξαναρθείς στο σπίτι μου θα βρεις κλειστή την πόρτα). γ.είναι του χεριού μου, τον νικώ: «σε μένα δεν μπορεί να κουνηθεί, γιατί ξέρει πως τον φέρνω βόλτα». δ. τον αντιμετωπίζω αποτελεσματικά: «είναι τόσο έξυπνος, που μόνο εσύ μπορείς να τον φέρεις βόλτα»·
- του δίνω τη βόλτα του, (ειρωνικά) τον διώχνω, τον απολύω με απότομο, με βίαιο τρόπο από την εργασία μου, από τη δουλειά μου: «επειδή ήταν συστηματικός κοπανατζής, του ’δωσα τη βόλτα του»·
- τρομάζει να τα φέρει βόλτα, καταβάλλει μεγάλο κόπο για να αντεπεξέλθει τις δύσκολες καταστάσεις, ιδίως για να κατορθώσει να κερδίσει τα προς το ζην: «κάθε βράδυ γυρίζει πτώμα στο σπίτι του, γιατί όλη τη μέρα τρομάζει να τα φέρει βόλτα»·    
- φέρνω βόλτα ή φέρνω μια βόλτα (κάτι), α. κάνω κάτι ώστε να φέρει μια περιστροφική ή κυκλική κίνηση: «όσο θα κρατώ εγώ κόντρα, προσπάθησε να φέρεις μια βόλτα τη βίδα». (Λαϊκό τραγούδι: τριγύρω όλοι στις φωτιές, τη βόλτα φέρνει ο αργιλές). β. τριγυρίζω επίμονα στο ίδιο μέρος: «φέρνει βόλτα το σπίτι της, μήπως και τη δει». (Λαϊκό τραγούδι: αν με δεις και φέρνω βόλτα το στριφτό βάλτο στην πόρτα
- φέρνω βόλτες, α. περιπλανιέμαι άσκοπα, αλητεύω: «πού φέρνεις βόλτες απ’ το πρωί, βρε αλητόπαιδο;». β. τριγυρίζω επίμονα στο ίδιο μέρος: «απ’ τη μέρα που τη γνώρισε, φέρνει βόλτες έξω απ’ το σπίτι της»· βλ. και φρ. κάνω βόλτες·
- φέρνω μια βόλτα ή φέρνω τη βόλτα μου, βλ. φρ. ρίχνω μια βόλτα·
- φέρνω τις βόλτες μου, βλ. φρ. ρίχνω τις βόλτες μου. (Λαϊκό τραγούδι: φέρτε μου ούζο και κρασί, βιολιά και σαντουράκια, να φέρνετε τις βόλτες σας μάγκες και κουτσαβάκια).