βολή1, η, ουσ. [<αρχ. βολή (= το ρίξιμο των ζαριών)]. α. οι συνθήκες που ευκολύνουν τη ζωή μας στο σπίτι ή στο χώρο της εργασία μας, που μας κάνουν να περνάμε πιο άνετα: «έχει ένα μεγάλο σπίτι με όλες τις βολές του». β. η άνεση, η ευκολία: «ο καθένας νοιάζεται για τη βολή του»·
- βρίσκω τη βολή μου, βλ. φρ. έχω τη βολή μου·
- έχω τη βολή μου ή έχω βρει τη βολή μου, έχω την άνεσή μου, την ευκολία μου στο σπίτι ή στην εργασία μου: «ποιος άνθρωπος δε θέλει να ’χει τη βολή του; || δε φεύγω απ’ αυτό το σπίτι, γιατί έχω τη βολή μου || δε φεύγω απ’ αυτή την εργασία, γιατί έχω βρει τη βολή μου»·
- κοιτάζει τη βολή του ή κοιτάζει μόνο τη βολή του ή κοιτάζει όλο τη βολή του, ενδιαφέρεται μόνο για την προσωπική του άνεση, την προσωπική του ευκολία: «μην έχεις την εντύπωση πως θα στριμωχτεί για να σε βοηθήσει, γιατί είναι τύπος που κοιτάζει μόνο τη βολή του».