βιδωμένος, -η, -ο, επίθ. [μτχ. του ρ. βιδώνω]. 1. που είναι πολύ θυμωμένος, πολύ εκνευρισμένος, που είναι έξω φρενών: «ήρθε βιδωμένος στο γραφείο του και δεν του μιλάει κανένας». 2. που είναι ακινητοποιημένος κάπου για μεγάλο χρονικό διάστημα: «απ’ το πρωί μέχρι το βράδυ ήταν βιδωμένος στην πολυθρόνα του». 3. που έμεινε χωρίς επιχειρήματα, που αποστομώθηκε: «μόλις του αποκάλυψε πως ήξερε για τη μυστική συμφωνία που είχε κάνει με τον άλλον, έμεινε να τον κοιτάει βιδωμένος». 4. που εμμένει πεισματικά στην πρωταρχική του απόφαση: «είναι βιδωμένος πως τον αδίκησαν». 5. (στη γλώσσα του ποδοσφαίρου) που είναι εξουδετερωμένος από τον αντίπαλο παίχτη: «σ’ όλο το διάστημα του παιχνιδιού, ήταν βιδωμένος απ’ τον αντίπαλό του έξω απ’ τη μεγάλη περιοχή»·
- την έχω βιδωμένη, είμαι πολύ θυμωμένος, πολύ εκνευρισμένος, είμαι έξω φρενών: «την έχω βιδωμένη με τα καμώματα του γιου μου».