βιδέλο, το, ουσ. [<ιταλ. vitello (= μοσχάρι)], (στη γλώσσα της αργκό) ο κουτός, ο χαζός, ο ηλίθιος, ο βλάκας: «είναι τόσο βιδέλο ο τύπος, που άλλα του λες κι άλλα καταλαβαίνει»·
- (δε) με πιάνουν βιδέλο ή (δεν) πιάνομαι βιδέλο, (δεν) εξαπατούμαι, (δεν) ξεγελιέμαι, (δεν) πέφτω θύμα εξαπάτησης: «πολλοί θέλησαν να μου φάνε τα λεφτά, αλλά έσπασαν τα μούτρα τους, γιατί δεν πιάνομαι εύκολα βιδέλο». Συνών. (δε) με πιάνουν γιαγλή ή (δεν) πιάνομαι γιαγλής / (δε) με πιάνουν γιατρό ή (δεν) πιάνομαι γιατρός / (δε) με πιάνουν θύμα ή (δεν) πιάνομαι θύμα / (δε) με πιάνουν κορόιδο ή (δεν) πιάνομαι κορόιδο / (δε) με πιάνουν κότσο ή (δεν) πιάνομαι κότσος / (δε) με πιάνουν μπαγλαμά ή (δεν) πιάνομαι μπαγλαμάς·   
- τον πιάνω βιδέλο, τον κοροϊδεύω, τον ξεγελώ, τον εξαπατώ, ιδίως με μεγάλη  ευκολία: «είναι τόσο ηλίθιος, που κι ένα μικρό παιδί τον πιάνει βιδέλο». Συνών. τον πιάνω γιαγλή / τον πιάνω γιατρό / τον πιάνω θύμα / τον πιάνω κορόιδο / τον πιάνω κότσο / τον πιάνω μπαγλαμά.