βίδα, η, ουσ. [<βενετ. vida], η βίδα. 1. η λόξα, η μανία, η μονομανία: «είναι γνωστή η βίδα του για τη συλλογή γραμματοσήμων». 2. η τρέλα: «τέτοια βίδα δεν έχω ξαναδεί σε άνθρωπο». (Ακολουθούν 21 φρ.)·
- γίναμε βίδες, μαλώσαμε άγρια, ανταλλάξαμε βίαια χτυπήματα, σκληρά λόγια ή απειλές: «είχαμε παλιές διαφορές και μόλις συναντηθήκαμε, γίναμε βίδες». Για συνών. βλ. φρ. γίναμε μπίλιες, λ. μπίλια·
- γίνομαι βίδες, παθαίνω πολλαπλά κατάγματα, ιδίως σε τροχαίο δυστύχημα: «τράκαρε στην εθνική οδό κι έγινε βίδες»·
- είναι βίδα, είναι τρελός, ανισόρροπος ή πολύ ιδιόρρυθμος, ιδιότροπος: «μην κάνεις πολλά αστεία μαζί του, γιατί είναι βίδα || μην τον συνερίζεσαι τον άνθρωπο, γιατί είναι βίδα»·
- έχει βίδα, α. έχει κάποια λόξα, κάποια μανία, κάποια μονομανία: «έχει βίδα με τ’ αγωνιστικά αυτοκίνητα». β. το άτομο για το οποίο γίνεται λόγος, είναι τρελό, ανισόρροπο: «δεν τον κοντράρει κανένας, γιατί έχει βίδα»·
- έχει λασκαρισμένη βίδα, το άτομο για το οποίο γίνεται λόγος, είναι τρελό, ανισόρροπο: «δεν τον παίρνει κανένας μας στα σοβαρά, γιατί έχει λασκαρισμένη βίδα ο άνθρωπος»·
- θα γίνουμε βίδες, απειλητική προειδοποίηση σε κάποιον να καθίσει φρόνιμα ή να πάψει να μας ενοχλεί ή να ασχολείται μαζί μας, γιατί αλλιώς θα μαλώσουμε πολύ άγρια: «πάψε να μ’ ενοχλείς κάθε τόσο, γιατί θα γίνουμε βίδες»·
- θα μου λασκάρει η βίδα, βλ. φρ. θα μου στρίψει η βίδα·
- θα μου ξελασκάρει η βίδα, βλ. συνηθέστ. θα μου στρίψει η βίδα·
- θα μου στρίψει η βίδα, βρίσκομαι σε πολύ μεγάλη ψυχική ή πνευματική πίεση και δεν ξέρω πώς να ενεργήσω, βρίσκομαι σε μεγάλη απόγνωση, θα τρελαθώ: «τέλος του μηνός έχω να πληρώσω ένα σωρό χρέη και θα μου στρίψει η βίδα, γιατί δεν έχω ούτε δραχμή»·
- θα τα κάνω βίδες, απειλητική προειδοποίηση σε κάποιον να καθίσει φρόνιμα, να πάψει να μας ενοχλεί ή να ασχολείται μαζί μας, γιατί θα προκαλέσουμε μεγάλη καταστροφή στο χώρο στον οποίο βρισκόμαστε: «άσε με στην ησυχία μου, γιατί θα τα κάνω βίδες εδώ μέσα»·
- μου λασκάρει η βίδα ή λασκάρει η βίδα μου, βλ. φρ. μου στρίβει η βίδα·
- μου ξελασκάρει η βίδα ή ξελασκάρει η βίδα μου, βλ. συνηθέστ. μου στρίβει η βίδα·
- μου στρίβει η βίδα ή στρίβει η βίδα μου,α. τρελαίνομαι, παραφρονώ: «πώς να μη μου στρίψει η βίδα με τόσες στενοχώριες που με βασανίζουν!». β. συμπεριφέρομαι ακατανόητα, ανισόρροπα, παράλογα: «όταν μου στρίβει η βίδα, δεν ξέρω τι κάνω || πρόσεχε, γιατί όταν στρίβει η βίδα μου γίνομαι πολύ επικίνδυνος»·
- τα κάνω βίδες, καταστρέφω τα πάντα σε ένα χώρο, ιδίως κλειστό, τα κάνω άνω κάτω: «ήρθε αγριεμένος στο μαγαζί, και τα ’κανε βίδες». Από την εικόνα του μηχανικού που, όταν αποσυνδέει ένα μηχάνημα, αφήνει τις βίδες άτακτα εδώ κι εκεί·
- το κάνω βίδες, α. (για μηχανήματα) το αποσυνδέω εντελώς, το διαλύω: «το ’κανε βίδες το μηχάνημα, για να βρει πού ήταν η βλάβη». Έχει όμως και την έννοια κατέχω πάρα πολύ καλά τη δομή ενός μηχανήματος, που το αποσυναρμολογώ εντελώς και το συναρμολογώ με μεγάλη ευχέρεια. β. (για αυτοκίνητα) το καταστρέφω εντελώς: «τράκαρε με τ’ αυτοκίνητο και το ’κανε βίδες»·
- τον έκανε βίδες, τον έδειρε άγρια και, κατ’ επέκταση, τον κατανίκησε: «τον έπιασε έξω απ’ το ουζερί και τον έκανε βίδες»·
- του λάσκαρε βίδα ή του λάσκαρε η βίδα ή του λασκάρισε μια βίδα, βλ. φρ. του ’στριψε βίδα·
- του ξελάσκαρε βίδα ή του ξελασκάρισε η βίδα ή του ξελασκάρισε μια βίδα, βλ. φρ. του ’στριψε βίδα·
- του λείπει βίδα ή του λείπει η βίδα ή του λείπει μια βίδα, είναι τρελός, ανισόρροπος: «μην παίρνεις στα σοβαρά αυτά που σου λέει, γιατί του λείπει βίδα τ’ ανθρώπου». Από την εικόνα του μηχανήματος που παύει να λειτουργεί φυσιολογικά, όταν του λείπει κάποια βίδα·
- του ’στριψε βίδα ή του ’στριψε η βίδα ή του ’στριψε μια βίδα, ενεργεί παράλογα, παράξενα, τρελάθηκε, παραφρόνησε: «είχε τόσα βάσανα, που στο τέλος του ’στριψε η βίδα και τώρα παριστάνει το Μέγα Ναπολέοντα». Από την εικόνα του μηχανήματος που παύει να λειτουργεί κανονικά, όταν στρίψει, λασκάρει κάποια βίδα από την κανονική της θέση·
- του ’φυγε βίδα ή του ’φυγε η βίδα ή του ’φυγε μια βίδα, βλ. φρ. του λείπει βίδα. (Τραγούδι: Αχ, μητέρα Ελλάδα, comparsita νόμισες θα μάθω τάξη και διαγωγή μου ’φυγε η βίδα, έμαθα και είδα μόνο λούφα και παραλλαγή).