βεντούζα, η, ουσ. [<ιταλ. ventosa], η βεντούζα· μικρό γυάλινο δοχείο με πλατύ στόμιο που χρησιμοποιείται για θεραπευτικούς σκοπούς, ιδίως κατά του κρυολογήματος, και, στην περίπτωση που αναφέρονται για το σκοπό αυτό, πάντοτε στον πλ. οι βεντούζες·
- απ’ τον καιρό που βγήκαν οι βεντούζες, βλ. λ. καιρός·
- κούφιες βεντούζες, που βάζουν στον ασθενή χωρίς να προκαλούν και αφαίμαξη: «είχα ένα κρυολογηματάκι και η μάνα μου μου πήρε κούφιες βεντούζες»·
- κοφτές βεντούζες, που βάζουν στον ασθενή προκαλώντας και αφαίμαξη: «είχα ένα σοβαρό κρυολόγημα κι η μάνα μου μου πήρε κοφτές βεντούζες»·
- μου ’γινε βεντούζα, βλ. φρ. μου κόλλησε σαν βεντούζα·
- μου κόβουν βεντούζες, μου βάζουν βεντούζες στην πλάτη και μου αφαιρούν αίμα για θεραπευτικούς σκοπούς, ιδίως όταν είμαι κρυολογημένος: «είχα αρπάξει μια πούντα και δε θα ’φευγε, αν δε μου ’κοβαν βεντούζες»·
- μου κόλλησε σαν βεντούζα, προσκολλήθηκε φορτικά επάνω μου για να αποκομίσει διάφορα υλικά οφέλη ή για να κάνει την εμφάνισή του δίπλα μου και να προβληθεί ή πιο απλά επειδή δεν έχει άλλη παρέα: «απ’ τη μέρα που κέρδισα το λαχείο, μου κόλλησε σαν βεντούζα || επειδή είμαι γνωστός και ξέρω τους πάντες, μου κόλλησε σαν βεντούζα για να κάνει κι αυτός το κομμάτι του || μόλις μετακόμισε στην πόλη μας και μου κόλλησε σαν βεντούζα, γιατί δεν γνωρίζει κανέναν». Συνών. μου κόλλησε σαν αλογόμυγα / μου κόλλησε σαν βδέλλα / μου κόλλησε σαν κολλητσίδα / μου κόλλησε σαν κρεατόμυγα / μου κόλλησε σαν στρείδι / μου κόλλησε σαν τσίκλα / μου κόλλησε σαν τσιμπούρι / μου κόλλησε σαν τσιρότο / μου κόλλησε σαν τσίχλα·
- μου παίρνουν βεντούζες, μου βάζουν βεντούζες στην πλάτη για θεραπευτικούς σκοπούς, ιδίως για να μου φύγει κάποιο κρυολόγημα: «αν δε μου ’παιρνε βεντούζες η μάνα μου, θα ’μουν ακόμα στο κρεβάτι».