βελούδινος, -η, -ο, επίθ. [<βελούδο + κατάλ. -ινος], βελούδινος· που είναι απαλός, μαλακός στην αφή σαν βελούδο: «έχει βελούδινη επιδερμίδα». (Τραγούδι: λες και ήταν χτες, λες και ήταν χτες, που φιλάκια σου ’δινα στα χείλη τα βελούδινα
- βελούδινο διαζύγιο, α. που βγαίνει κοινή συναινέσει: «το ζευγάρι, ύστερα από γάμο δέκα ετών, αποφάσισε να χωρίσει παίρνοντας ένα βελούδινο διαζύγιο, για να μη διαταράξει την ψυχική ισορροπία των παιδιών τους». β. λέγεται επίσης για συμφωνία, για συμβόλαιο που αποφασίζεται αμοιβαία και από τα δυο μέρη: «ο παίχτης και η ομάδα του προχώρησαν σ’ ένα βελούδινο διαζύγιο με εκατέρωθεν υποχωρήσεις»·
- βελούδινη επανάσταση, η κίνηση που οδήγησε στην αναίμακτη ανατροπή του κομμουνιστικού καθεστώτος στην πρώην Τσεχοσλοβακία