βελόνα, η, ουσ. [<αρχ. βελόνη], η βελόνα. 1. το φύλλο του πεύκου, η πευκοβελόνα: «δεν μπορούσαμε να καθίσουμε κάτω απ’ τα πεύκα, γιατί παντού ο χώρος γύρω ήταν καλυμμένος από βελόνες που τσιμπούσαν». 2. (στη γλώσσα των ναρκωτικών) η σύριγγα που χρησιμοποιούν οι τοξικομανείς για να κάνουν ενδοφλέβιες ενέσεις  ηρωίνης, το βελόνι: «αν μάθεις στη βελόνα, ζήτω που κάηκες!». (Λαϊκό τραγούδι: μπροστά σου θα ’ναι πάντα οι μέρες της βελόνας,για άκουσε και μένα και κάνε τώρα μόκο, όσα η Λευκή Κυρία μου ’δωσε μέχρι τώρα, τα πήρε όλα πίσω, δικέ μου, και με τόκο). Υποκορ. βελονάκι, το (βλ. λ.)· βλ. και λ. βελόνι. (Ακολουθούν 13 φρ.)·
- βελόνες έχει η καρέκλα σου; βλ. φρ. βελόνες έχει ο κώλος σου(;)·   
- βελόνες έχει η καρέκλα του, βλ. φρ. βελόνες έχει ο κώλος του·
- βελόνες έχει ο κώλος σου; έκφραση απορίας ή δυσφορίας σε άτομο που δεν μπορεί να καθίσει για πολλή ώρα ήσυχο στη θέση του, που δεν μπορεί να μείνει για πολλή ώρα σε μια θέση, που κινείται διαρκώς: «παλουκώσου, επιτέλους, για λίγο στη θέση σου, ρε παιδάκι μου, βελόνες έχει ο κώλος σου;»·
- βελόνες έχει ο κώλος του, βλ. φρ. έχει βελόνες ο κώλος του·
- γυρεύω βελόνες στ’ άχυρα ή ζητώ βελόνες στ’ άχυρα ή ψάχνω βελόνες στ’ άχυρα, βλ. φρ. γυρεύω ψύλλο στ’ άχυρα, λ. ψύλλος·
- δεν πέφτει βελόνα, υπάρχει πολύς κόσμος, μεγάλος συνωστισμός: «στην ανοιχτή συγκέντρωση του κόμματος, δεν έπεφτε βελόνα»·
- έχει βελόνες η καρέκλα του, βλ. φρ. έχει βελόνες ο κώλος του·
- έχει βελόνες ο κώλος του, δεν μπορεί να καθίσει για πολλή ώρα ήσυχος στη θέση του, δεν μπορεί να μείνει για πολλή ώρα σε μια θέση, κινείται διαρκώς: «όταν είναι ανήσυχος, έχει βελόνες ο κώλος του και κινείται δεξιά αριστερά σαν νευρόσπαστο»·
- κάθομαι στις βελόνες, βλ. φρ. κάθομαι στα βελόνια, λ. βελόνι·
- κόλλησε η βελόνα, α. λέγεται ειρωνικά για άτομο που, παρά τις παρακλήσεις μας, εμμένει στην αρχική του γνώμη, επαναλαμβάνοντάς την μηχανικά: «μια ώρα τον παρακαλούσα, αλλά ο τροχονόμος εκεί: δίπλωμα, άδεια, κόλλησε η βελόνα». Από την εικόνα του ελαττωματικού δίσκου γραμμοφώνου. β. λέγεται ειρωνικά για άτομο που ξαφνικά, έχασε τον ειρμό των σκέψεών του και επαναλαμβάνει συνέχεια την τελευταία λέξη των λόγων του, προσπαθώντας να συγκροτηθεί: «εκεί που μιλούσε, κόλλησε ξαφνικά η βελόνα στο πρέπει να, πρέπει να, κι όλο τ’ ακροατήριο άρχισε τα ειρωνικά γελάκια». γ. λέγεται ειρωνικά για άτομο που άρχισε ξαφνικά να κεκεδίζει: «μέχρι κάποια ώρα μιλούσε κανονικά, ώσπου, κάποια στιγμή κόλλησε η βελόνα και δεν μπορούσαμε να καταλάβουμε λέξη». Στην τελευταία περίπτωση πολλές φορές προτάσσεται της φρ. το όπ.·
- ο κώλος της βελόνας, βλ. φρ. το μάτι της βελόνας·
- στραβός βελόνα γύρευε μέσα στον αχυρώνα, λέγεται για άτομο που κοπιάζει άδικα, που ματαιοπονεί. Μερικές φορές, η φρ. κλείνει με το και ο κουφός απάντησε: την άκουγα που εβρόντα·
- το μάτι της βελόνας, η τρύπα από την οποία περνάει η κλωστή: «πέρασε την κλωστή απ’ το μάτι της βελόνας κι έκανε στην άκρη της ένα μικρό κόμπο».