βασκαίνω
κ. αβασκαίνω,
ρ. [<αρχ. βασκαίνω], επηρεάζω κάποιον αρνητικά με το βλέμμα μου και
παθαίνει κάποιο κακό, ματιάζω: «σ’ όποιον ρίξει το βλέμμα του, τον βασκαίνει
αμέσως και κάτι κακό του τυχαίνει»·
- φτύσε
με να μη με βασκάνεις! βλ. συνηθέστ. φτύσε με να μη με ματιάσεις! λ.
ματιάζω.