βάσανο, το, ουσ. [<μσν. βάσανον <αρχ. ἡ βάσανος (= δοκιμασία)], το βάσανο. 1α. η σκοτούρα, η στενοχώρια, η μεγάλη ψυχική ή σωματική ταλαιπωρία: «δεν υπάρχει μεγαλύτερο βάσανο απ’ τη φτώχεια και την αρρώστια». (Λαϊκό τραγούδι: ω, πόσο βάσανο μεγάλο το βάσανο είναι της ζωής). β. οτιδήποτε προξενεί σκοτούρα, στενοχώρια, ψυχική ή σωματική: «όλη του η ζωή γενικά ήταν ένα βάσανο || είναι μεγάλο βάσανο ν’ ακούς κάθε μέρα το θόρυβο απ’ το γειτονικό μηχανουργείο || δεν υπάρχει πιο μεγάλο βάσανο απ’ το ν’ αγαπάς και να μην αγαπιέσαι || παιδί είσαι εσύ ή βάσανο;». (Λαϊκό τραγούδι: λέω πως δεν πάει άλλο, είσαι βάσανο μεγάλο). 3. (στη γλώσσα της αργκό με συναισθηματική φόρτιση) η γκόμενα, η ερωμένη, το βασανάκι. (Λαϊκό τραγούδι: γιατί σε θέλω σπλάχνο μου ολοτελώς δικιά μου κι αλίμονο, βρε βάσανο, σ’ όποιον βρεθεί μπροστά μου). 4. στον πλ. τα βάσανα, οι στενοχώριες, τα προβλήματα, οι σκοτούρες της ζωής: «είναι πολύ προβληματισμένος, γιατί έχει πολλά βάσανα». (Λαϊκό τραγούδι: μαζί στα πρώτα βάσανα στα πρώτα καρδιοχτύπια, μαζί μας πρωτοζήσαμε τα πρώτα μας ξενύχτια). (Ακολουθούν 16 φρ.)·
- από μικρός στα βάσανα, λέγεται για άτομο που από μικρή ηλικία βγήκε στη βιοπάλη ή παντρεύτηκε: «ο τάδε είναι από μικρός στα βάσανα, γιατί έμεινε νωρίς ορφανός || παραξενεύεσαι που είναι τόσο μικρός κι έχει ήδη τρία παιδιά, αλλά σου διαφεύγει πως μπήκε από μικρός στα βάσανα». Πρβλ.: της φάμπρικας ανάσανα το μαύρο της καπνό και μπήκα μες στα βάσανα από παιδί μικρό (Λαϊκό τραγούδι)·
- αραμπάς με κατρακύλια, βάσανα που ’χ’ η αγάπη, βλ. λ. αραμπάς·
- δουλειά είν’ αυτή ή βάσανο! βλ. λ. δουλειά·
- μ’ έφαγαν τα βάσανα, με εξουθένωσαν, με κατέβαλαν: «μη με βλέπεις τώρα που μ’ έφαγαν τα βάσανα. Κάποτε ήμουν ακμαίος και ζωτικός»·
- με γονάτισαν τα βάσανα, με εξάντλησαν, με κατέβαλαν: «πώς να μη με γονατίσουν τα βάσανα, που χρόνια τώρα σέρνομαι μέσα στη φτώχεια!»·
- με δέρνουν τα βάσανα, υποφέρω ψυχικά, βασανίζομαι, ταλαιπωρούμαι από στενοχώριες και δυσκολίες: «χρόνια τώρα με δέρνουν τα βάσανα και δεν μπορώ να δω άσπρη μέρα». Στον τύπο με δέρνουν κάτι βάσανα! επιτείνουμε την έννοια και η φρ. κλείνει πολλές φορές με το μα τι βάσανα(!)·
- με κόπους και με βάσανα, ύστερα από επίπονες προσπάθειες, από μεγάλες δυσκολίες: «σπούδασα τα παιδιά μου με κόπους και με βάσανα»·
- με (τα) χίλια βάσανα, με πάρα πολλές προσπάθειες, με πάρα πολλές δυσκολίες: «μπόρεσα κι εγώ με τα χίλια βάσανα να χτίσω ένα σπιτάκι στην εξοχή»·
- με τσάκισαν τα βάσανα, με κατέβαλαν, με εξουθένωσαν: «τα τελευταία χρόνια με τσάκισαν τα βάσανα»·
- μετά πολλών κόπων και βασάνων, βλ. φρ. με κόπους και με βάσανα·
- μπαίνω στα βάσανα, α. υποβάλλομαι σε ταλαιπωρίες, σε στενοχώριες: «ασχολήθηκα με μια δουλειά που δεν την ήξερα και μπήκα στα βάσανα». (Λαϊκό τραγούδι: έναν κι εγώ αγάπησα το μέλλον μου για να ’βρω πού το ’ξερα η άμοιρη στα βάσανα πως θα ’μπω;).β. παντρεύομαι: «μου φαίνεται πως έφτασες πια σε ηλικία να μπεις κι εσύ στα βάσανα». Από το ότι με τη δημιουργία της οικογένειας υποβάλλεται κανείς σε ταλαιπωρίες και στενοχώριες·
- περνώ βάσανα, βασανίζομαι, ταλαιπωρούμαι: «μην κάνεις αστεία μαζί του, γιατί, ύστερα από το δυστύχημα του γιου του, περνάει βάσανα ο καημένος». (Λαϊκό τραγούδι: έτσι το θέλει η τύχη μου βάσανα να περνάω, όλοι γλεντούνε στη ζωή και εγώ τη λαχταράω)· 
- περνώ του λιμανιού τα βάσανα ή τραβώ του λιμανιού τα βάσανα, βλ. λ. λιμάνι·
- περνώ του λιναριού τα βάσανα ή τραβώ του λιναριού τα βάσανα, βλ. λ. λινάρι·
- τέλειωσαν τα βάσανά μου, έκφραση ανακούφισης, όταν ύστερα από πολλή προσπάθεια και κόπο φέραμε σε πέρας ένα έργο ή όταν μετά από πολύ καιρό απαλλασσόμαστε από κάτι που μας προξενούσε ενόχληση ή δυσφορία: «παρέδωσα χτες τη δουλειά που είχα αναλάβει κι έτσι τέλειωσαν τα βάσανά μου || τέλειωσαν τα βάσανά μου, γιατί έφυγε, επιτέλους, η πεθερά μου απ’ το σπίτι»·
- το ’χω μεγάλο βάσανο, μου προκαλεί έντονη στενοχώρια, μου έχει γίνει έμμονη ιδέα, έμμονη σκέψη: «το ’χω μεγάλο βάσανο αυτό το παιδί, γιατί έγινε κοτζάμ παλικάρι και δεν τακτοποιήθηκε ακόμα σε μια μόνιμη δουλειά».