βαρέλι, το, ουσ. [υποκορ. του ουσ. βαρέλα], το βαρέλι· (και για τα δυο φύλα), αυτός που είναι πολύ χοντρός και κοντός: «είπαμε να είναι χοντρός ο άνθρωπος, αλλά αυτός είναι σαν βαρέλι, μωρ’ αδερφάκι μου!».  Υποκορ. βαρελάκι το (βλ. λ.). Μεγεθ. βαρέλα, η (βλ. λ.)·
- έγινα σαν βαρέλι, πάχυνα υπερβολικά: «όλο το καλοκαίρι ήμουν φαγητό και ύπνο, ώσπου ήρθα κι έγινα σαν βαρέλι». Συνών. έγινα σαν βόδι / έγινα σαν ντουλάπα / έγινα τόφαλος·
- είναι βαρέλι δίχως πάτο, βλ. λ. πάτος·
- η Παναγιά στ’ αμπέλι κι εμείς στο βαρέλι, βλ. λ. Παναγιά·
- κολιός και κολιός κι απ’ το ίδιο βαρέλι, βλ. λ. κολιός·
- πίνει ένα βαρέλι στην καθισιά, πίνει πάρα πολύ, είναι πολύ μεγάλος πότης: «δεν μπορεί κανείς να τον παραβγεί στο πιοτό, γιατί αυτός πίνει ένα βαρέλι στην καθισιά»·
- τ’ αδειανά βαρέλια, περισσότερο βροντούν, οι άνθρωποι χωρίς περιεχόμενο, οι ανόητοι, κάνουν περισσότερη φασαρία με τις ανοησίες που λένε: «άσχετοι και ανεγκέφαλοι, ξεσήκωσαν την αίθουσα με τις ανοησίες τους, γιατί τ’ αδειανά βαρέλια, περισσότερο βροντούν».