βάρδια, η, ουσ. [<βενετ. vardia]. 1α. η φρουρά, η σκοπιά: «στη βάρδια είναι ο τάδε». β. αυτός που κάνει βάρδια, ο φρουρός, ο σκοπός: «ποιος είναι βάρδια;». γ. η κατ’ εναλλαγή ανάληψη φρουράς: «εσείς οι τρεις θα κάνετε τη νυχτερινή βάρδια». 2α. ομάδα εργατών που εναλλάσσονται σε συγκεκριμένη και συνεχή απασχόληση: «το εργοστάσιο δουλεύει επί εικοσιτετραώρου βάσεως με βάρδιες». β. η κατ’ εναλλαγή εργασιακή απασχόληση. (Τραγούδι: ο Γουίλι ο μαύρος θερμαστής από το Τζιμπουτί, όταν από τη βάρδια του τη βραδινή σχολνούσε (Ν. Καββαδίας)·
- κάνω τη βάρδια (κάποιου), αντικαθιστώ για κάποιο λόγο κάποιον στον εργασιακό του χώρο: «επειδή είχε δουλειά, με παρακάλεσε να κάνω τη βάρδια του». (Λαϊκό τραγούδι: και επειδή των αλλονών κάνω τη βάρδια για να κλαίω την αγάπη μου τα βράδια με φωνάζουνε το θύμα ο Νικολός)· 
- πιάνω βάρδια, αρχίζω να δουλεύω στον εργασιακό μου χώρο κάποια συγκεκριμένη ώρα: «πιάνω βάρδια στις δώδεκα το βράδυ»·
- σκάντζα βάρδια, βλ. λ. σκάντζα.