βάπτισμα κ. βάφτισμα, το, ουσ. [<μσν. βάφτισμα], το βάφτισμα·
- παίρνω το βάπτισμα, δοκιμάζω να κάνω κάτι για πρώτη φορά: «αύριο παίρνει το βάπτισμα του δικηγόρου, γιατί είναι η πρώτη του υπεράσπιση στο δικαστήριο»·
- παίρνω το βάπτισμα του πυρός, α. έρχομαι για πρώτη φορά σε πολεμική εμπλοκή με τον εχθρό: «στον αλβανικό πόλεμο πολλοί νέοι μας πήραν το βάπτισμα του πυρός». β. οι πρώτες βολές με όπλο που κάνει ο νεοσύλλεκτος μετά τη βασική του εκπαίδευση: «μετά από δίμηνη σκληρή εκπαίδευση, πήραμε και το βάπτισμα του πυρός στο πεδίο βολής»· βλ. και φρ. παίρνω το βάπτισμα.