βάνω, ρ. [<μσν. βάνω <αρχ. βάλλω], σε χρήση μόνο στον ενεστώτα, βάζω: «θα μου βάνεις λίγο κρασάκι; || αν βάνω τόσα λεφτά θα μπορέσω να κάνω τη δουλειά που σου ανέφερα; || δε βάνω τίποτα μπροστά στην ομορφιά της». (Τραγούδι: ρετσίνα μου, ρετσίνα μου, μαζί σου θα πεθάνω, του κόσμου όλα τα καλά μπροστά σου δεν τα βάνω)· βλ. και λ. βάζω.