αγκινάρα, η, ουσ. [<μσν. ἀγκινάρα <αρχ. κινάρα], η αγκινάρα·
- αγκινάρες αλά πολίτα, το φαγητό αγκινάρες, όπως το μαγειρεύουν οι Πολίτισσες, οι Κωνσταντινοπολίτισσες: «σήμερα η μητέρα μου μαγείρεψε αγκινάρες αλά πολίτα»·
- έχει καρδιά αγκινάρα, βλ. λ. καρδιά·
- πατώ την αγκινάρα, αποτυχαίνω να φέρω σε πέρας μια δουλειά ή μια υπόθεση: «νόμιζα πως θα τελείωνα γρήγορα τη δουλειά, αλλά πάτησα την αγκινάρα, γιατί είχε απρόβλεπτες δυσκολίες || πρώτα πάτησα την αγκινάρα κι ύστερα κατάλαβα πού είχα κάνει τα λάθη». Από την εικόνα του ατόμου, που πατάει στο δρόμο μια αγκινάρα και πέφτει κάτω.