αγκίδα κ. αγκίθα, η κ. αγκίδι, το, ουσ. [<αρχ. ἀκίς], η αγκίδα·
- βάζω την αγκίδα μου, βλ. συνηθέστ. βάζω το δαχτυλάκι μου, λ. δαχτυλάκι·
- η αγκίδα είναι μικρή, αλλά πονεί, πολλές φορές ακόμη και ένας ειρωνικός υπαινιγμός μπορεί να μας πικράνει πάρα πολύ: «τι πάει να πει, δεν ήταν λόγος να στενοχωρηθεί με το αθώο σου αστειάκι. Δεν πρέπει να σου διαφεύγει πως κι η αγκίδα είναι μικρή, αλλά πονεί»·  
- μου ’γινε αγκίδα, μου έγινε πολύ ενοχλητικός: «μου ’γινε αγκίδα μέχρι να του δώσω τα δανεικά που του χρειαζόταν». Από ότι, όταν μας μπει κάποια αγκίδα στο δάχτυλο ή στο νύχι, μας δημιουργεί σοβαρή ενόχληση.