βαζελίνη, η, ουσ. [<γαλλ. vaseline (= φαρμακευτική λιπαρή αλοιφή], η βαζελίνη·
- θα σε πηδήξω χωρίς βαζελίνη, θα σου επιβάλλω άγρια τη σεξουαλική πράξη από πίσω και, κατ’ επέκταση, θα σε τιμωρήσω σκληρά: «αν ξαναπειράξεις την κόρη μου, θα σε πηδήξω χωρίς βαζελίνη». Από το ότι η επάλειψη του πρωκτού με βαζελίνη έχει ως αποτέλεσμα την εύκολη και ανώδυνη είσοδο του πέους·
- μας πήδηξε χωρίς βαζελίνη ή με πήδηξε χωρίς βαζελίνη, μου προξένησε μεγάλη ζημιά, με έφερε σε δυσχερέστατη θέση: «έκανε ο έφορος έλεγχο στα βιβλία μου και με πήδηξε χωρίς βαζελίνη». Από την εικόνα του ατόμου που νιώθει μεγάλο πόνο, όταν του επιβάλλουν τη σεξουαλική πράξη από πίσω χωρίς βαζελίνη. Ο πλ. και όταν το άτομο μιλάει μόνο για τον εαυτό του