αχτίδα, η, ουσ. [<μσν. ἀχτίδα]. 1. η ακτίνα: «οι αχτίδες του ήλιου φώτισαν την πλάση». 2. σημείο, ένδειξη πως η κατάσταση αρχίζει να αλλάζει προς το καλύτερο, να βελτιώνεται, να εξελίσσεται θετικά: «τα ευχάριστα νέα του γιατρού για την πορεία του αρρώστου σκόρπισαν στην οικογένεια μια αχτίδα αισιοδοξίας»· βλ. και λ. ακτίνα