άχρωμος, -η, -ο, επίθ. [<αρχ. ἄχρωμος], άχρωμος·
- είναι άχρωμος, άοσμος και άγευστος, το άτομο για το οποίο γίνεται λόγος δεν παρουσιάζει κανένα ενδιαφέρον, όσον αφορά για παρέα: «δεν ξέρω ποια είναι η γνώμη των άλλων, πάντως για μένα αυτός ο άνθρωπος είναι άχρωμος, άοσμος και άγευστος». Αναφορά στην ιδιότητα του νερού.