ωμός, -ή, -ό, επίθ. [<αρχ. ὠμός], ωμός· που είναι άξεστος, αγροίκος, σκληρός, ακαλλιέργητος, ασυναίσθητος: «είναι ωμός άνθρωπος, γι’ αυτό έχει μείνει χωρίς φίλους»·
- δεν τρώγεται ούτε ωμός ούτε ψημένος ή ούτε ωμός τρώγεται ούτε ψημένος, έκφραση αγανάκτησης για άτομο που λόγω δύστροπου χαρακτήρα δε λέει να συμφωνήσει μαζί μας·
- τα λέει ωμά, μιλάει χωρίς περιστροφές, λέει τα πράγματα με το όνομά τους: «δε φοβάται κανέναν και πάντα τα λέει ωμά».