ψώνιο, το, ουσ. [<μτγν. ὀψώνιον (= χρήματα για την αγορά ζωοτροφών), υποκορ. του αρχ. ὄψον], το ψώνιο. 1. (υποτιμητικά) άνθρωπος ευκολόπιστος, κουτός, αφελής, που όλοι τον κοροϊδεύουν και τον εξαπατούν: «έλα δω, ρε ψώνιο, γιατί πιστεύεις ό,τι σου λένε;». 2. άνθρωπος τρελός, παλαβός, παράλογος: «αφού έμπλεξες μ’ αυτό το ψώνιο, δε σε βλέπω και σένα καλά!». (Τραγούδι: άιντε θύμα, άιντε ψώνιο, άιντε σύμβολο αιώνιο, αν ξυπνήσεις μονομιάς θα ’ρθει ανάποδα ο ντουνιάς). 3. ως επίθ., άνθρωπος που είναι ενθουσιασμένος με κάτι, ή που προκαλεί το θαυμασμό ή τον ενθουσιασμό μας: «έχω γνωρίσει αρκετούς καλούς ανθρώπους, αλλά τόσο ψώνιο άνθρωπο πρώτη μου φορά γνωρίζω». 4. ως επίρρ., πάρα πολύ όμορφα, πάρα πολύ ωραία, καταπληκτικά: «περάσαμε ψώνιο». (Ακολουθούν 14 φρ.)·
- είμαι ψώνιο, είμαι πάρα πολύ καλά, νιώθω πάρα πολύ ευχάριστα: «απ’ τη μέρα που κατάφερα να μπω στο δημόσιο, είμαι ψώνιο || είμαι ψώνιο σ’ αυτή τη θέση που κάθισα»· βλ. και φρ. είναι ψώνιο·
- είναι ψώνιο, είναι τρελός, παλαβός, παράλογος ή είναι ευκολόπιστος, κουτός, αφελής, βλάκας: «επειδή είναι ψώνιο, δεν τον θέλουμε στην παρέα μας, γιατί κάθε τόσο μας δημιουργεί προβλήματα || είναι ψώνιο ο φουκαράς και πιστεύει ό,τι του λέει ο καθένας»· βλ. και φρ. είμαι ψώνιο·
- είναι ψώνιο δουλειά, βλ. λ. δουλειά·
- είναι ψώνιο με…, έχει παθολογική αγάπη, έχει ψύχωση με κάτι χωρίς το ανάλογο ταλέντο, και για το λόγο αυτό προκαλεί την ειρωνεία των άλλων: «είναι ψώνιο με τη ζωγραφική || είναι ψώνιο με την ηθοποιία και θέλει να παίξει στο θέατρο»· βλ. και φρ. έχει ψώνιο με(…)·
- είναι ψώνιο με τη δουλειά, βλ. λ. δουλειά·
- είναι ψώνιο με την δουλειά του, βλ. λ. δουλειά·
- έχει το ψώνιο να…, επιδιώκει μετά μανίας να γίνει κάτι, χωρίς να έχει και το ανάλογο ταλέντο, και για το λόγο αυτό υφίσταται τα ειρωνικά σχόλια των άλλων: «έχει το ψώνιο να γίνει μοντέρνος ζωγράφος || έχει το ψώνιο να γίνει ηθοποιός»· 
- έχει ψώνιο δουλειά, βλ. λ. δουλειά·
- έχει ψώνιο με...., ασχολείται μανιωδώς με κάτι: «έχει ψώνιο με τη συλλογή γραμματοσήμων || έχει ψώνιο με την κλασική μουσική || έχει ψώνιο με τα βιβλία»· βλ. και φρ. είναι ψώνιο με(…)·
- έχει ψώνιο με τη δουλειά ή έχει με τη δουλειά ψώνιο, βλ. λ. δουλειά·
- έχει ψώνιο με τη δουλειά του, βλ. λ. δουλειά·
- κάνω το ψώνιο μου, α. ασχολούμαι με αυτό που μου αρέσει, με αυτό που με ευχαριστεί πάρα πολύ, ικανοποιώ τα γούστα μου: «είμαι σίγουρος πως δε θα πλουτίσω με τη συλλογή γραμματοσήμων που έχω, αλλά μ’ αρέσει αυτή η ασχολία, γιατί κάνω το ψώνιο μου || μπορεί να είναι επικίνδυνο το υποβρύχιο ψάρεμα, αλλά μ’ αρέσει πολύ, γιατί κάνω το ψώνιο μου»· 
- την κάνω ψώνιο, α. νευριάζω πάρα πολύ: «είναι να μην την κάνεις ψώνιο μ’ όλες αυτές τις βλακείες που λέει αυτός ο άνθρωπος;». β. παλαβώνω, τρελαίνομαι: «απ’ τη μέρα που χρεοκόπησε, την έκανε ψώνιο». γ. αισθάνομαι μεγάλη ευχαρίστηση, μεγάλη ικανοποίηση: «την κάνω ψώνιο, όταν είμαι μ’ αυτόν τον άνθρωπο, γιατί είναι πολύ ξηγημένος τύπος || την κάνω ψώνιο, όταν τρέχω με τη μοτοσικλέτα μου στην εθνική οδό με τσίτα τα γκάζια»·
- ψώνιο δουλειά! βλ. λ.δουλειά·
- ψώνιο μουνί! βλ. λ. μουνί·