ψωμάς, ο, ουσ. [<ψωμί + κατάλ. -άς], ο αρτοποιός: «αυτός ο ψωμάς, κάνει το καλύτερο ψωμί της περιοχής»·
- τι μας νοιάζει εμάς, αν πέθανε ο ψωμάς, πρέπει κανείς να ασχολείται με τις δικές του υποθέσεις, με τα δικά του προβλήματα και να μην ανακατεύεται με τα ξένα: «έτσι όπως το πάνε αυτοί, να δεις που στο τέλος θα μαλώσουν, αλλά, τι μας νοιάζει εμάς, αν πέθανε ο ψωμάς». Συνών. από πίτα που δεν τρως, τι σε μέλει κι αν καεί ή από πίτα που δεν τρως, τι σε νοιάζει κι αν καεί / δε με νοιάζει για αέρα που δεν μπαίνει στα πανιά μου / μη σε νοιάζει Μαριωρή, ξένη πίτα κι αν καεί / τι μας νοιάζει εμάς για του Χατζηγιάννη τ’ αρνιά, αν είν’ εφτά, αν είν’ εννιά / τι να πει κανείς για το μουνί της αλληνής.