αχλάδα, η, ουσ. [<μσν. ἀχλάδα <μτγν. ἀχλάς <αρχ. ἀχράς], το μεγάλο αχλάδι·
- πίσω έχει η αχλάδα την ουρά, α. προειδοποιητική έκφραση, που λέγεται με ελαφρά ειρωνικό ή απειλητικό τόνο σε κάποιον που ενεργεί απερίσκεπτα ή επιπόλαια, και έχει την έννοια ότι θα εμφανιστούν αργότερα τα κακά επακόλουθα των ενεργειών του: «τώρα χαίρεται, αλλά δεν ξέρει πως πίσω έχει η αχλάδα την ουρά || πρόσεχε πώς χειρίζεσαι το όλο θέμα, γιατί πίσω έχει η αχλάδα την ουρά». (Λαϊκό τραγούδι: έτσι που πας, θες να με βάλεις σε μπελά, έχει κι η τόση υπομονή τα όριά της και μην κορδώνεσαι, πως σ’ αγαπώ τρελά, γιατί η αχλάδα έχει πίσω την ουρά της). β. προειδοποιητική έκφραση σε κάποιον που άρχισε μια δουλειά, να μην ξεθαρρέψει που στα πρώτα στάδιά της του φαίνεται εύκολη, γιατί οι δυσκολίες της θα φανούν αργότερα: « Συνών. πίσω είναι τα φίδια με τις ουρές / στο τέλος ξυρίζουν το γαμπρό.