ψυχεδέλεια, η, ουσ. [<αγγλ. psychedelic] η ψυχεδέλεια. 1. (στη γλώσσα των ναρκωτικών) η παραίσθηση που προέρχεται από λήψη παραισθησιογόνων και κυρίως από LSD: «η ψυχεδέλεια από μακροχρόνια λήψη LSD προκαλεί βλάβες στον εγκέφαλο». 2. (στη νεοαργκό) ως επίθ., που είναι πάρα πολύ ωραίος, που είναι εκπληκτικός: «πολύ ψυχεδέλεια αυτή η γυναίκα! || αγόρασε ένα αυτοκίνητο σκέτη ψυχεδέλεια»·
- την είδε ψυχεδέλεια, (στη νεοαργκό) προσποιείται πως βρίσκεται εκτός τόπου και χρόνου, προσποιείται πως δεν καταλαβαίνει τίποτα, κάνει τον κουτό, το βλάκα: «απ’ τη στιγμή που του είπα πως πρέπει να πληρώσει εισιτήριο για να μπει μέσα, την είδε ψυχεδέλεια κι επιχειρεί κάθε τόσο να μπει μέσα τζάμπα»·
- το παίζει ψυχεδέλεια, (στη νεοαργκό), βλ. φρ. την είδε ψυχεδέλεια.