ψιλοκουβεντιάζω, ρ. [<ψιλο- + κουβεντιάζω], συζητώ διάφορα ασήμαντα πράγματα για να περάσει η ώρα: «πίναμε το ποτάκι μας και ψιλοκουβεντιάζαμε στην άκρη του μπαρ».