ψιλοκουβέντα, η, ουσ. [<ψιλο- + κουβέντα], συζήτηση πάνω σε διάφορα ασήμαντα πράγματα, που γίνεται για να περάσει η ώρα: «με την ψιλοκουβέντα πέρασε η ώρα χωρίς να το καταλάβουμε»·
- αρχίζω (την) ψιλοκουβέντα, βλ. φρ. πιάνω (την) ψιλοκουβέντα·
- πιάνω (την) ψιλοκουβέντα, βλ. λ. ψιλοκουβεντιάζω.