χωριό, το, ουσ. [<μσν. χωριόν <αρχ. χωρίον], το χωριό· ειρωνική ή υποτιμητική προσφώνηση σε άτομο που είναι ή που το θεωρούμε άξεστο, απολίτιστο: «έλα δω, ρε χωριό, τι έκανες πάλι και σε κακολογούν;». Υποκορ. χωριουδάκι, το. (Δημοτικό τραγούδι: χωριό μου χωριουδάκι μου και πατρικό σπιτάκι μου). (Ακολουθούν 22 φρ.)·
- αν δε σε θέλουν στο χωριό, μη ζητάς το σπίτι του παπά, όταν είσαι ανεπιθύμητος σε ένα χώρο, μην περιμένεις βοήθεια από κανέναν: «μέσ’ στην πιάτσα αν είσαι αφερέγγυος, δεν έχεις βοήθεια από κανέναν, γιατί, αν δε σε θέλουν στο χωριό, μη ζητάς το σπίτι του παπά»· 
- βρήκες το χωριό χωρίς σκυλί και γυρίζεις χωρίς ραβδί, λέγεται για εκείνους που ενεργούν ασύδοτα σε ένα χώρο, επειδή δεν υπάρχει κάποιος να τους ελέγξει, να τους εμποδίσει: «βρήκες το χωριό χωρίς σκυλί και γυρίζεις χωρίς ραβδί σ’ αυτό το κράτος που είναι μπάχαλο κι όλοι κάνουν ό,τι τους κατέβει!»· 
- γίναμε από δυο χωριά (χωριάτες), μαλώσαμε, τσακωθήκαμε και δημιουργήθηκε εχθρότητα μεταξύ μας: «αντιλήφθηκα πως ήθελε να με βάλει στο χέρι, και γίναμε από δυο χωριά χωριάτες». (Λαϊκό τραγούδι: από τα μάτια σου, Σμυρνιά, πήραν φωτιά στο μαχαλά, όλο μαλώνουν τα παιδιά και γίναν από δυο χωριά). Ακούγεται και γίναμε από δέκα χωριά (χωριάτες)·
- γίνεται χωριό, βλ. συνηθέστ. κάνουμε χωριό·
- δε γίνεται χωριό ή δεν μπορεί να γίνει χωριό, βλ. φρ. δεν κάνουμε χωριό. (Λαϊκό τραγούδι: με την γκρίνια που έχει πέσει, το κακό έχει παραγίνει, με το φταις και με το φταίω δεν μπορεί χωριό να γίνει
- δεν κάνουμε χωριό ή δεν μπορούμε να κάνουμε χωριό, δεν ταιριάζουμε, δεν μπορούμε να συνεννοηθούμε, να συνεργαστούμε, να συμβιώσουμε, να συνυπάρξουμε: «είμαστε κι οι δυο εγωιστές, γι’ αυτό δεν κάνουμε χωριό». (Λαϊκό τραγούδι: γι’ αυτό στα ίσα θα στο πω δεν κάνουμε μαζί χωριό και για την κοινωνία // σου το ’πα μια σου το ’πα δυο, εμείς δεν κάνουμε χωριό
- είμαι από χωριό, έκφραση με την οποία δηλώνουμε ή προσποιούμαστε τέλεια άγνοια για κάποιον ή για κάτι. Συνήθως της φρ. προτάσσεται το εγώ δεν ξέρω ή το κανονίστε τα, εγώ: «μήπως πέρασε από δω ο τάδε; -Εγώ δεν ξέρω, ρε παιδιά, είμαι από χωριό || ποια είναι η γνώμη σου για το θέμα που κουβεντιάζουμε, ρε φίλε; -Κανονίστε τα, εγώ είμαι από χωριό». Συνών. δεν είμαι της οικοδομής / είμαι από επαρχία / είμαι περαστικός / ήρθα να πάρω τα χαλιά / ψυγεία πουλάω· 
- είμαστ’ ένα μεγάλο χωριό, λέγεται από την άποψη ότι, όλοι λίγο πολύ γνωριζόμαστε στον επαγγελματικό χώρο στον οποίο ανήκουμε και γνωρίζουμε το ποιόν του καθενός: «εμείς οι ηθοποιοί είμαστ’ ένα μεγάλο χωριό κι ο καθένας ξέρει με τι ασχολείται ο άλλος». Από το ότι όλοι οι κάτοικοι ενός χωριού, γνωρίζονται μεταξύ τους·
- είναι ο καλύτερος του χωριού, έχει πολύ τακτοποιημένη ζωή, πολύ τακτοποιημένη εργασία: «απ’ τη μέρα που παντρεύτηκε την κόρη του εργολάβου, είναι ο καλύτερος του χωριού || απ’ τη μέρα που βολεύτηκε στο δημόσιο, είναι ο καλύτερος του χωριού»·
- είχαμε πορδές σακιά, μας ήρθανε κι απ’ τα χωριά, βλ. λ. πορδή·
- έτσι κάνετε (εσείς) στο χωριό σας; λέγεται ειρωνικά ή και απειλητικά σε κάποιον που συμπεριφέρεται ανάρμοστα·
- η πουτάνα του χωριού, βλ. λ. πουτάνα·
- κάλλιο πρώτος στο χωριό παρά δεύτερος στην πόλη ή καλύτερα πρώτος στο χωριό παρά δεύτερος στην πόλη, εκφράζει φιλοδοξία για τιμές και μεγαλεία: «φεύγει ο κόσμος απ’ την επαρχία για να βρει την τύχη του στις μεγάλες πόλεις και κυκλοφορούν άγνωστοι μεταξύ αγνώστων, αλλά για μένα κάλλιο πρώτος στο χωριό παρά δεύτερος στην πόλη»·
- κάνουμε χωριό, ταιριάζουμε, μπορούμε να συνεννοηθούμε, να συνεργαστούμε, να συμβιώσουμε, να συνυπάρξουμε: «απ’ τη στιγμή που είδαμε πως κάνουμε χωριό, αποφασίσαμε να συνεταιριστούμε || μετά από γνωριμία δυο χρόνων αποφασίσαμε να παντρευτούμε, γιατί είδαμε πως κάνουμε χωριό». (Λαϊκό τραγούδι: σε μάζεψα, σε σύμμασα απ’ τα σοκάκια μέσα κι είπα, να κάνουμε χωριό,ν’ ανοίξουμε νοικοκυριό. Μα συ δεν έχεις μπέσα
- ο τρελός του χωριού, βλ. λ. τρελός·
- όνομα και μη χωριό, βλ. λ. όνομα·
- στου γαϊδάρου το χωριό όλοι κάνουν το γιατρό, βλ. λ. γάιδαρος·
- το μεγάλο χωριό, χαρακτηρισμός των μεγάλων πόλεων, ιδίως της Αθήνας και της Θεσσαλονίκης. Από το ότι στις πόλεις αυτές οι περισσότεροι κάτοικοι προέρχονται από την επαρχία. Συνήθως λέγεται με ειρωνική διάθεση: «ήρθαν ορισμένοι απ’ το μεγάλο χωριό και μας κάνουν τους έξυπνους!».
- το χωριό καιγότανε κι η Μάρω στολιζότανε, βλ. φρ. εδώ ο κόσμος καίγεται και η γριά χτενίζεται, λ. κόσμος·
- το χωριό κάνει παπά, η κοινή αποδοχή, η κοινή αναγνώριση καταξιώνει κάποιον σε μια κοινωνία: «κανείς δεν μπορεί να επιβάλει κάποιον σε κάποιο χώρο με το ζόρι, γιατί το χωριό κάνει παπά». Συχνό παράδειγμα η δυναμική άρνηση διάφορων ενοριών να αποδεχτούν τον παπά που επιδιώκει να τους επιβάλει η οικεία Μητρόπολη σε αντικατάσταση του προηγουμένου, ο οποίος είχε και την αποδοχή των ενοριτών·   
- του χωριού ο άγιος δόξα δεν έχει, βλ. λ. άγιος·
- χωριό που φαίνεται, κολαούζο δε θέλει, ό,τι είναι προφανές, αυταπόδεικτο, δε χρειάζεται επεξηγήσεις.