χώμα, το, ουσ. [<αρχ. χῶμα], το χώμα. 1. ο τάφος, ο θάνατος: «όλους μας περιμένει δυο μέτρα χώμα». (Λαϊκό τραγούδι: σίγουρα θα πάμε, μια και φτάσαμ’ ως εκεί, εσύ στο χώμα κι εγώ στη φυλακή). 2. η γη, ο τόπος, η χώρα, η πατρίδα: «σκόνταψε κι έπεσε στο χώμα || θα υπερασπίσουμε με τη ζωή μας τ’ άγια χώματά μας». (Ακολουθούν 32 φρ.)·
- ας είναι ελαφρύ το χώμα που σε σκεπάζει, βλ. λ. ελαφρός·
- γίνομαι ένα με το χώμα, βλ. φρ. γίνομαι χώμα·
- γίνομαι χώμα, μεθώ υπερβολικά από ποτό ή ναρκωτικό, δεν ξέρω τι μου γίνεται από το μεθύσι: «κάθε φορά που κάθομαι να πιω μ’ αυτόν τον άνθρωπο, γίνομαι χώμα». (Λαϊκό τραγούδι: κάτι να πιω να γίνω λιώμα, να γίνω χώμα και κάτι ακόμα). Για συνών. βλ. φρ. γίνομαι φέσι, λ. φέσι·
- είμαι ένα με το χώμα, βλ. φρ. είμαι χώμα·
- είμαι χώμα, είμαι πολύ μεθυσμένος από ποτό ή ναρκωτικό, δεν ξέρω τι μου γίνεται από το μεθύσι: «θέλω να με πάει κάποιος στο σπίτι μου, γιατί είμαι χώμα». Για συνών. είμαι φέσι, λ. φέσι·
- είναι ένα και χώμα, (ειρωνικά) λέγεται για άτομο που είναι πάρα πολύ κοντό: «μόλις τον δεις, θα καταλάβεις αμέσως για ποιον σου λέω, γιατί είναι ένα και χώμα». Συνών. είναι ένα και γη / είναι ένα και τίποτα·
- είναι στο χώμα, πέθανε, σκοτώθηκε, δολοφονήθηκε: «το άτομο που ζητάς, έμενε κάποτε σ’ αυτό το σπίτι, αλλά τώρα είναι στο χώμα». (Λαϊκό τραγούδι: κι οι δυο λεβέντες για δυο κουβέντες είναι στο χώμα κι η μάνα η Τούρκα κι η μάνα η Γκρέκα τους κλαίνε ακόμα
- έφαγε η μούρη του χώμα, βλ. λ. μούρη·
- έφαγε η μύτη του χώμα, βλ. λ. μύτη·
- έφαγε η πλάτη του χώμα, βλ. λ. πλάτη·
- έφαγε η ράχη του χώμα, βλ. λ. ράχη·
- έφαγε χώμα, νικήθηκε, ηττήθηκε, ιδίως σε μια δυναμική αναμέτρηση με κάποιον: «πάλεψε με τον τάδε κι έφαγε χώμα»· βλ. φρ. είναι στο χώμα·
- θα σε κάνω ένα με το χώμα, θα σε ξυλοκοπήσω άγρια, θα σε λιώσω, θα σε ισοπεδώσω: «αν επιχειρήσεις ξανά να παρασύρεις το γιο μου στα ναρκωτικά, θα σε κάνω ένα με το χώμα»·
- θα σε βάλω να φας χώμα, (απειλητικά) θα σε δείρω πολύ άγρια: «αν σε πιάσω στα χέρια μου, θα σε βάλω να φας χώμα»·
- θα τον κάνω να πατήσει μαύρο χώμα, βλ. συνηθέστ. θα τον κάνω να πατήσει μαύρο χιόνι, λ. χιόνι·
- θα τον κυνηγήσω μέχρι να πατήσει μαύρο χώμα, βλ. συνηθέστ. θα τον κυνηγήσω μέχρι να πατήσει μαύρο χιόνι, λ. χιόνι·
- θα τον κυνηγήσω μέχρι να τον κάνω να πατήσει μαύρο χώμα, βλ. συνηθέστ. θα τον κυνηγήσω μέχρι να πατήσει μαύρο χιόνι, λ. χιόνι·
- μπήκε στο χώμα, βλ. φρ. είναι στο χώμα·
- όποιος ανακατώνεται με τα χώματα, θα μπουν στα μάτια του, όποιος μπλέκει σε βρόμικες, σε ύποπτες υποθέσεις υφίσταται και τις δυσάρεστες συνέπειες: «πρόσεχε τι δουλειές κάνεις μ’ αυτά τα παλιόμουτρα, γιατί, όποιος ανακατώνεται με τα χώματα, θα μπουν στα μάτια του». Συνών. όποιος ανακατώνεται με τα πίτουρα, τον τρώνε οι κότες / όποιος ανακατώνεται με τα σκατά, τον τρώνε τα γουρούνια / όποιος κλοτσάει τ’ αγκάθια, πονάνε τα πόδια του / όποιος κοιμάται με σκύλους, σηκώνεται με ψύλλους / όποιος πάει στο βάλτο να κυνηγήσει, θα γελαστεί·
- ρίχνω τα μούτρα μου στο χώμα, βλ. λ. μούτρο·
- τα ξένα χώματα ή το ξένο χώμα, η ξενιτιά: «πέρασε όλη του τη ζωή στα ξένα χώματα κι επέστρεψε να πεθάνει στο χωριό του». (Λαϊκό τραγούδι: ξένος γυρίζω μέσα στους ξένους στην εξορία την πικρή, στο ξένο χώμα θα τελειώσει η ρημαγμένη μου ζωή
- το μαύρο (το) χώμα, ο τάφος, ο Άδης: «όλους μας περιμένει το μαύρο χώμα». (Λαϊκό τραγούδι: ξύπνα, καημένε Πίκινε, από το μαύρο χώμα κι έλα να δεις τους φίλους σου που σ’ αγαπάνε ακόμα). Συνών. η μαύρη γη / το μαύρο (το) σκοτάδι· 
- τον βίδωσα στο χώμα, α. τον ξυλοκόπησα άγρια, τον έλιωσα, τον ισοπέδωσα από το ξύλο που του έδωσα: «μόλις ο άλλος μου ’βρισε τη μάνα, τον άρπαξα στα χέρια μου και τον βίδωσα στο χώμα». β. (στη γλώσσα του ποδοσφαίρου) εξουδετέρωσα τελείως τον αντίπαλό μου: «του ’κανα τέτοιο στενό μαρκάρισμα, που τον βίδωσα στο χώμα». Συνών. τον βίδωσα στη γη·
- τον έβαλαν στο χώμα, τον έθαψαν: «μετά τη νεκρώσιμη ακολουθία τον έβαλαν στο χώμα». (Λαϊκό τραγούδι: μωρή κακούργα μάγισσα τι άλλο θες ακόμα; Τ’ αγόρι που μεγάλωσα κι ακόμα δεν καμάρωσα μου το ’βαλες στο χώμα
- τον έκανε ένα με το χώμα, τον ξυλοκόπησε άγρια, τον έλιωσε, τον ισοπέδωσε από το πολύ ξύλο που του έδωσε και, κατ’ επέκταση, τον κατανίκησε: «πήγε να του κάνει ο άλλος το μάγκα, αλλά σαν τον έπιασε ο δικός σου στα χέρια του, τον έκανε ένα με το χώμα». Συνών. τον έκανε ένα με τη γη· βλ. και φρ. τον κάνω ένα με το χώμα·
- τον έφαγε το μαύρο χώμα ή τον έφαγε το χώμα, πέθανε, σκοτώθηκε, δολοφονήθηκε: «είχε ένα γιο παλικάρι, αλλά τον έφαγε το μαύρο χώμα». (Λαϊκό τραγούδι: άιντε, πριν με φάει το μαύρο χώμα,λίγο τόπο κάνε μου στο στρώμα // βρε Κωστάκη, αγάντα ακόμα, γιατί θα σε φάει το χώμα και ας είσαι πονηρός
- τον κάνω ένα με το χώμα ή τον κάνω χώμα, τον μεθώ υπερβολικά με ποτό ή ναρκωτικό, τον κάνω να μην ξέρει τι του γίνεται από το μεθύσι: «κάθε φορά που καθόμαστε να πιούμε, τον κάνω ένα με το χώμα κι ύστερα τον κουβαλώ στο σπίτι του». Για συνών. βλ. φρ. τον κάνω φέσι, λ. φέσι· βλ. και φρ. τον έκανα ένα με το χώμα·
- του ’τριψα τη μούρη στο χώμα, τον τιμώρησα αυστηρά, ιδίως με ξυλοδαρμό και, κατ’ επέκταση, τον τιμώρησα σκληρά: «επειδή είχαμε από παλιά διαφορές, μόλις τον είδα τον έπιασα στα χέρια μου και του ’τριψα τη μούρη στο χώμα»·
- του ’τριψα τη μύτη στο χώμα, βλ. φρ. του ’τριψα τη μούρη στο χώμα·
- χρυσάφι να πιάνεις, χώμα να γίνεται, βλ. λ. χρυσάφι·
- χρυσάφι πιάνει, χώμα γίνεται, βλ. λ. χρυσάφι·
- χώμα να πιάνεις, χρυσάφι να γίνεται, βλ. φρ. κάρβουνο να πιάνεις, χρυσάφι να γίνεται, λ. κάρβουνο. (Λαϊκό τραγούδι: ώρα καλή, παιδάκι μου, και να ’χεις την ευχή μου, να ’σαι καλά και ευτυχής, σε όποιον τόπο φτάνεις, χρυσάφι να σου γίνεται το χώμα που θα πιάνεις
- χώμα πιάνει, χρυσάφι γίνεται, βλ. φρ. κάρβουνο πιάνει, χρυσάφι γίνεται, λ. κάρβουνο.